χρεώστης: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chreostis
|Transliteration C=chreostis
|Beta Code=xrew/sths
|Beta Code=xrew/sths
|Definition=ου, ὁ, [[debtor]], <span class="bibl">Ph.1.634</span>, al., <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.12.3</span>, Plu.2.101c, <span class="title">SIG</span>833.9 (Epist.Hadriani), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Abd.</span>15</span>, <span class="title">CIG</span>2817.14 (Aphrodisias).
|Definition=χρεώστου, ὁ, [[debtor]], Ph.1.634, al., J.''AJ''3.12.3, Plu.2.101c, ''SIG''833.9 (Epist.Hadriani), Luc.''Abd.''15, ''CIG''2817.14 (Aphrodisias).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεώστης Medium diacritics: χρεώστης Low diacritics: χρεώστης Capitals: ΧΡΕΩΣΤΗΣ
Transliteration A: chreṓstēs Transliteration B: chreōstēs Transliteration C: chreostis Beta Code: xrew/sths

English (LSJ)

χρεώστου, ὁ, debtor, Ph.1.634, al., J.AJ3.12.3, Plu.2.101c, SIG833.9 (Epist.Hadriani), Luc.Abd.15, CIG2817.14 (Aphrodisias).

German (Pape)

[Seite 1372] ὁ, der Schuldner, Luc. abdic. 15 u. Plut.; nach Schol, Ar. Nubb. 241 att. für χρεωφειλέτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
débiteur.
Étymologie: χρέος.

Russian (Dvoretsky)

χρεώστης: ου ὁ должник Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

χρεώστης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, χρεωφειλέτης, ὀφείλων χρέη, Πλούτ. 2. 101C, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 2817. 14.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. χρεώστρια Α
πρόσωπο που έχει χρηματική κυρίως οφειλή, χρεωφειλέτης, οφειλέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος / χρέως + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

χρεώστης: -ου, ὁ (χρέος), οφειλέτης, σε Λουκ.

Middle Liddell

χρεώστης, ου, ὁ, χρέος
a debtor, Luc.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό χρεώς ἀντί χρέος τοῦ χράομαι– χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.