καταιβατός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataivatos
|Transliteration C=kataivatos
|Beta Code=kataibato/s
|Beta Code=kataibato/s
|Definition=ή, όν, poet. for <b class="b3">καταβατός, θύραι… καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν</b> gates [[by which]] men [[descend]], <span class="bibl">Od.13.110</span>.
|Definition=καταιβατή, καταιβατόν, ''poet.'' for <b class="b3">καταβατός, θύραι… καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν</b> gates [[by which]] men [[descend]], Od.13.110.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />par où l'on peut descendre.<br />'''Étymologie:''' *καταιβαίνω, c. [[καταβαίνω]].
|btext=ή, όν :<br />[[par où l'on peut descendre]].<br />'''Étymologie:''' *καταιβαίνω, c. [[καταβαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταιβᾰτός''': , -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[καταβατός]], θύραι… καταιβαταὶ ἀνθρώποισι, δι’ ὧν οἱ ἄνθρωποι καταβαίνουσιν, Ὀδ. Ν. 110.
|elnltext=καταιβατός -ή -όν [καταβαίνω] waardoor men afdaalt:. θύραι καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν poort waardoor mensen afdalen Od. 13.110.
}}
{{pape
|ptext=poet. [[καταβατός]], <i>[[herabsteigend]] [[worauf]], [[wodurch]] man [[herabsteigen]] kann</i>, καταιβαταὶ θύραι ἀνθρώποισιν, <i>[[Eingänge]] zum [[Herabsteigen]] für [[Menschen]], Od</i>. 13.110.
}}
{{elru
|elrutext='''καταιβᾰτός:''' открывающий спуск, т. е. доступный (αἱ θύραι καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''καταιβᾰτός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[καταβατός]], <i>θύραι κ</i>., πύλες μέσω των οποίων οι άνθρωποι κατηφορίζουν, αυτός που οδηγεί προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''καταιβᾰτός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[καταβατός]], <i>θύραι κ</i>., πύλες μέσω των οποίων οι άνθρωποι κατηφορίζουν, αυτός που οδηγεί προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταιβᾰτός:''' открывающий спуск, т. е. доступный (αἱ θύραι καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν Hom.).
|lstext='''καταιβᾰτός''': -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[καταβατός]], θύραι… καταιβαταὶ ἀνθρώποισι, δι’ ὧν οἱ ἄνθρωποι καταβαίνουσιν, Ὀδ. Ν. 110.
}}
{{elnl
|elnltext=καταιβατός -ή -όν [καταβαίνω] waardoor men afdaalt:. θύραι καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν poort waardoor mensen afdalen Od. 13.110.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καταιβᾰτός, ή, όν poet. for [[καταβατός]]<br />θύραι κ. gates by [[which]] men [[descend]], [[downward]]-[[leading]], Od.
|mdlsjtxt=καταιβᾰτός, ή, όν poet. for [[καταβατός]]<br />θύραι κ. gates by [[which]] men [[descend]], [[downward]]-[[leading]], Od.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ποιητ. [[ἀντί]] τοῦ [[καταβατός]] τοῦ [[καταβαίνω]] → [[κατά]] + [[βαίνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιβᾰτός Medium diacritics: καταιβατός Low diacritics: καταιβατός Capitals: ΚΑΤΑΙΒΑΤΟΣ
Transliteration A: kataibatós Transliteration B: kataibatos Transliteration C: kataivatos Beta Code: kataibato/s

English (LSJ)

καταιβατή, καταιβατόν, poet. for καταβατός, θύραι… καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν gates by which men descend, Od.13.110.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
par où l'on peut descendre.
Étymologie: *καταιβαίνω, c. καταβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταιβατός -ή -όν [καταβαίνω] waardoor men afdaalt:. θύραι καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν poort waardoor mensen afdalen Od. 13.110.

German (Pape)

poet. = καταβατός, herabsteigend worauf, wodurch man herabsteigen kann, καταιβαταὶ θύραι ἀνθρώποισιν, Eingänge zum Herabsteigen für Menschen, Od. 13.110.

Russian (Dvoretsky)

καταιβᾰτός: открывающий спуск, т. е. доступный (αἱ θύραι καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν Hom.).

English (Autenrieth)

to be descended, passable, Od. 13.110†.

Greek Monolingual

καταιβατός, -ή, -όν (Α)
αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να κατέβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του καταβατός. Το καται- πιθ. κατ' επίδραση του καταιβάτης.

Greek Monotonic

καταιβᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. αντί καταβατός, θύραι κ., πύλες μέσω των οποίων οι άνθρωποι κατηφορίζουν, αυτός που οδηγεί προς τα κάτω, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταιβᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ καταβατός, θύραι… καταιβαταὶ ἀνθρώποισι, δι’ ὧν οἱ ἄνθρωποι καταβαίνουσιν, Ὀδ. Ν. 110.

Middle Liddell

καταιβᾰτός, ή, όν poet. for καταβατός
θύραι κ. gates by which men descend, downward-leading, Od.

Mantoulidis Etymological

Ποιητ. ἀντί τοῦ καταβατός τοῦ καταβαίνωκατά + βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.