παλιμπρυμνηδόν: Difference between revisions
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palimprymnidon | |Transliteration C=palimprymnidon | ||
|Beta Code=palimprumnhdo/n | |Beta Code=palimprumnhdo/n | ||
|Definition=Adv. [[stern-foremost]], | |Definition=Adv. [[stern-foremost]], E.''IT''1395, from [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], who expl. it <b class="b3">οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν</b>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. stern-foremost, E.IT1395, from Hsch., who expl. it οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν.
German (Pape)
[Seite 449] rückwärts, Hesych.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec la poupe retournée, à reculons.
Étymologie: πάλιν, πρύμνα, -δον.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμπρυμνηδόν: adv. кормою вперед (ὠθεῖν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπρυμνηδόν: Ἐπίρρ., μὲ τὴν πρύμναν πρὸς τὰ ἐμπρός, «ὀπισθόκωλα», ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. καὶ Δινδ. ἐν Εὐριπ. Ι. Τ. 1395, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ὅστις ἑρμηνεύει: οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν.
Greek Monolingual
παλιμπρυμνηδόν (Α)
επίρρ. (για πλοίο) με την πρύμνη προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρυμνηδόν].
Greek Monotonic
πᾰλιμπρυμνηδόν: (πρύμνα), επίρρ., με την πρύμνη προς τα εμπρός, σε Ευρ.