στρίξ: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=striks
|Transliteration C=striks
|Beta Code=stri/c
|Beta Code=stri/c
|Definition=ἡ, gen. <b class="b3">στριγός</b> (not found), acc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> στρίγγα <span class="title">Carm.Pop.</span>26:—<b class="b2">owl</b>, Theognost.<span class="title">Can.</span>41,132 (where also a form στλίξ is cited).</span>
|Definition=ἡ, gen. [[στριγός]] (not found), acc. στρίγγα ''Carm.Pop.''26:—[[owl]], Theognost.''Can.''41,132 (where also a form [[στλίξ]] is cited).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στρίξ''': ἡ, γεν. στριγός, νυκτερινόν τι πτηνὸν καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀξείας [[αὐτοῦ]] κραυγῆς, Λατ. strix, Ἀντών. Λιβερ. 21, Θεόγνωστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 41, 132 ([[ἔνθα]] μνημονεύεται καὶ [[τύπος]] στλίξ). - Πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 8.
|lstext='''στρίξ''': ἡ, γεν. στριγός, νυκτερινόν τι πτηνὸν καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀξείας [[αὐτοῦ]] κραυγῆς, Λατ. strix, Ἀντών. Λιβερ. 21, Θεόγνωστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 41, 132 ([[ἔνθα]] μνημονεύεται καὶ [[τύπος]] στλίξ). - Πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[στλίξ]], ΝΜ, [[στρίγξ]], [[αμάρτυρος]] τ. ονομ. με εύχρηστη μόνον την αιτ. οτρίγγα, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] γλαυκόμορφων πτηνών που περιλαμβάνει τον χουχουριστή και τον ουραλοχούχουλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της γλαύκας, της κουκουβάγιας, εξαιτίας της διαπεραστικής φωνής που έχει<br /><b>2.</b> <b>μυθ.</b> δύσμορφο και πτερωτό ον το οποίο απομυζά το [[αίμα]] τών βρεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. (<b>πρβλ.</b> [[ἴυγξ]]) εκφραστική της φωνής του πουλιού που συνδέεται πιθ. με τη [[ρίζα]] του [[τρίζω]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>strideo</i> «[[τρίζω]]»). Αβέβαιη φαίνεται η [[σύνδεση]] του τ. με το λατ. <i>stringo</i> «[[σφίγγω]]». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>strix</i>, <i>strigis</i> και <i>striga</i>. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>strix</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>strix</i> <span style="color: red;"><</span> [[στριξ]]].
}}
{{etym
|etymtx=1.<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[owl]] (Carm. Pop., Theognost.); cf. [[στρίγλος]] ... <b class="b3">οἱ δε νυκτοκόρακα</b> H.<br />Other forms: Also [[στλίξ]]), acc. [[στρίγγα]].<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation as [[γλαῦξ]], [[σκώψ]], [[λύγξ]] a.o. and identical with Lat. [[strix]], [[-gis]] [[screech-owl]] (since Plaut.) except for the nasal, perhaps as loan. After usual supposition sound-imitating to [[τρίζω]] (s. v.) and [[strideō]]. Diff. Thieme Die Heimat d. idg. Grundsprache 37 (with Meister): to Lat. [[stringō]] as "the striking (slipping past)". -- The word looks like a Pre-Greek word (with prenasalization).<br />2. See also: in [[ξέστριξ]] (s.v.)?
}}
{{FriskDe
|ftr='''στρίξ''': 1.<br />{strí(g)ks}<br />'''Forms''': ([[στλίξ]]), Akk. στρίγγα<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Eule]] (''Carm''.''Pop''., Theognost.); vgl. [[στρίγλος]]· ... οἱ δὲ νυκτοκόρακα H.<br />'''Etymology''': Bildung wie γλαῦξ, [[σκώψ]], [[λύγξ]] u.a. und mit lat. ''strix'', -''gis'' [[Ohreule]] (seit Plaut.) bis auf den Nasal identisch, viell. als Entlehnung. Nach gewöhnlicher Annahme lautmalend zu [[τρίζω]] (s. d.) und ''strĩdeō''. Anders Thieme Die Heimat d. idg. Grundsprache 37 (mit Meister): zu lat. ''stringō'' als "die Streichende (Vorbeihuschende)".<br />'''Page''' 2,810<br />-στριξ<br />2.<br />{-striks}<br />'''See also''': in [[ξέστριξ]] (s.d.)?<br />'''Page''' 2,810
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρίξ Medium diacritics: στρίξ Low diacritics: στρίξ Capitals: ΣΤΡΙΞ
Transliteration A: stríx Transliteration B: strix Transliteration C: striks Beta Code: stri/c

English (LSJ)

ἡ, gen. στριγός (not found), acc. στρίγγα Carm.Pop.26:—owl, Theognost.Can.41,132 (where also a form στλίξ is cited).

Greek (Liddell-Scott)

στρίξ: ἡ, γεν. στριγός, νυκτερινόν τι πτηνὸν καλούμενον οὕτως ἐκ τῆς ὀξείας αὐτοῦ κραυγῆς, Λατ. strix, Ἀντών. Λιβερ. 21, Θεόγνωστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 41, 132 (ἔνθα μνημονεύεται καὶ τύπος στλίξ). - Πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 8.

Greek Monolingual

η / στλίξ, ΝΜ, στρίγξ, αμάρτυρος τ. ονομ. με εύχρηστη μόνον την αιτ. οτρίγγα, Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών που περιλαμβάνει τον χουχουριστή και τον ουραλοχούχουλα
αρχ.
1. άλλη ονομασία της γλαύκας, της κουκουβάγιας, εξαιτίας της διαπεραστικής φωνής που έχει
2. μυθ. δύσμορφο και πτερωτό ον το οποίο απομυζά το αίμα τών βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. (πρβλ. ἴυγξ) εκφραστική της φωνής του πουλιού που συνδέεται πιθ. με τη ρίζα του τρίζω (πρβλ. λατ. strideo «τρίζω»). Αβέβαιη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το λατ. stringo «σφίγγω». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. strix, strigis και striga. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strix < νεολατ. strix < στριξ].

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: f.
Meaning: owl (Carm. Pop., Theognost.); cf. στρίγλος ... οἱ δε νυκτοκόρακα H.
Other forms: Also στλίξ), acc. στρίγγα.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as γλαῦξ, σκώψ, λύγξ a.o. and identical with Lat. strix, -gis screech-owl (since Plaut.) except for the nasal, perhaps as loan. After usual supposition sound-imitating to τρίζω (s. v.) and strideō. Diff. Thieme Die Heimat d. idg. Grundsprache 37 (with Meister): to Lat. stringō as "the striking (slipping past)". -- The word looks like a Pre-Greek word (with prenasalization).
2. See also: in ξέστριξ (s.v.)?

Frisk Etymology German

στρίξ: 1.
{strí(g)ks}
Forms: (στλίξ), Akk. στρίγγα
Grammar: f.
Meaning: Eule (Carm.Pop., Theognost.); vgl. στρίγλος· ... οἱ δὲ νυκτοκόρακα H.
Etymology: Bildung wie γλαῦξ, σκώψ, λύγξ u.a. und mit lat. strix, -gis Ohreule (seit Plaut.) bis auf den Nasal identisch, viell. als Entlehnung. Nach gewöhnlicher Annahme lautmalend zu τρίζω (s. d.) und strĩdeō. Anders Thieme Die Heimat d. idg. Grundsprache 37 (mit Meister): zu lat. stringō als "die Streichende (Vorbeihuschende)".
Page 2,810
-στριξ
2.
{-striks}
See also: in ξέστριξ (s.d.)?
Page 2,810