τροφόεις: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(42)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trofoeis
|Transliteration C=trofoeis
|Beta Code=trofo/eis
|Beta Code=trofo/eis
|Definition=εσσα, εν, (τρέφω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-fed, stout, large, big</b>, κύματά τε τροφόεντα <span class="bibl">Il.15.621</span>, <span class="bibl">Od.3.290</span> (v. <b class="b3">τροφέω</b>).</span>
|Definition=τροφόεσσα, τροφόεν, ([[τρέφω]]) [[well-fed]], [[stout]], [[large]], [[big]], κύματά τε τροφόεντα Il.15.621, Od.3.290 (v. [[τροφέω]]).
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[τρόφις]].
}}
{{elnl
|elnltext=τροφόεις -εσσα -εν [τρέφω] gezwollen:. κύματα τροφόεντα gezwollen golven Il. 15.621.
}}
{{pape
|ptext=εσσα, εν, <i>dick, groß</i>, κύματα τροφόεντα, <i>Od</i>. 3.290, <i>Il</i>. 15.621. Vgl. [[τρόφις]].
}}
{{elru
|elrutext='''τροφόεις:''' όεσσα, όεν [[τρέφω]] большой, огромный (κύματα Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τροφόεις''': εσσα, εν, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[εὐτραφής]], [[συμπαγής]], [[μέγας]], κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ [[μεγάλως]] αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. [[τρόφις]], [[πηγός]].
|lstext='''τροφόεις''': εσσα, εν, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[εὐτραφής]], [[συμπαγής]], [[μέγας]], κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ [[μεγάλως]] αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. [[τρόφις]], [[πηγός]].
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[τρόφις]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=εσσα, εν: [[big]], [[swollen]]; κύματα τροφόεντα (v. l. [[τροφέοντο]], ‘were [[swelling]]’), Od. 3.290†.
|auten=εσσα, εν: [[big]], [[swollen]]; κύματα τροφόεντα ([[varia lectio|v.l.]] [[τροφέοντο]], ‘were [[swelling]]’), Od. 3.290†.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> [[καλοθρεμμένος]], [[ευτραφής]]<br /><b>2.</b> [[συμπαγής]] ή [[μεγάλος]] («κύματά τε τροφόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] / [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> [[καλοθρεμμένος]], [[ευτραφής]]<br /><b>2.</b> [[συμπαγής]] ή [[μεγάλος]] («κύματά τε τροφόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] / [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τροφόεις:''' -εσσα, -εν ([[τρέφω]]), [[καλά]] θρεμμένος, [[ευτραφής]]· απ' όπου, [[μεγάλος]], [[πελώριος]], λέγεται για κύματα, σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τροφόεις]], εσσα, εν [[τρέφω]]<br />well-fed: [[hence]] [[large]], big, of waves, Hom.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφόεις Medium diacritics: τροφόεις Low diacritics: τροφόεις Capitals: ΤΡΟΦΟΕΙΣ
Transliteration A: trophóeis Transliteration B: trophoeis Transliteration C: trofoeis Beta Code: trofo/eis

English (LSJ)

τροφόεσσα, τροφόεν, (τρέφω) well-fed, stout, large, big, κύματά τε τροφόεντα Il.15.621, Od.3.290 (v. τροφέω).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. τρόφις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροφόεις -εσσα -εν [τρέφω] gezwollen:. κύματα τροφόεντα gezwollen golven Il. 15.621.

German (Pape)

εσσα, εν, dick, groß, κύματα τροφόεντα, Od. 3.290, Il. 15.621. Vgl. τρόφις.

Russian (Dvoretsky)

τροφόεις: όεσσα, όεν τρέφω большой, огромный (κύματα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τροφόεις: εσσα, εν, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, συμπαγής, μέγας, κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ μεγάλως αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. τρόφις, πηγός.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: big, swollen; κύματα τροφόεντα (v.l. τροφέοντο, ‘were swelling’), Od. 3.290†.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. καλοθρεμμένος, ευτραφής
2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

τροφόεις: -εσσα, -εν (τρέφω), καλά θρεμμένος, ευτραφής· απ' όπου, μεγάλος, πελώριος, λέγεται για κύματα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τροφόεις, εσσα, εν τρέφω
well-fed: hence large, big, of waves, Hom.