ἀσκέρα: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askera
|Transliteration C=askera
|Beta Code=a)ske/ra
|Beta Code=a)ske/ra
|Definition=ας, ἡ, [[winter shoe with fur lining]], <span class="bibl">Hippon.19</span>, Lyc.855, 1322, <span class="bibl">Herod.2.32</span>:—Dim. ἀσκερίσκος, ὁ, metapl. pl. ἀσκερίσκα <span class="bibl">Hippon. 18</span>.
|Definition=ας, ἡ, [[winter shoe with fur lining]], Hippon.19, Lyc.855, 1322, Herod.2.32:—Dim. [[ἀσκερίσκος]], ὁ, metapl. pl. ἀσκερίσκα Hippon. 18.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκέρα Medium diacritics: ἀσκέρα Low diacritics: ασκέρα Capitals: ΑΣΚΕΡΑ
Transliteration A: askéra Transliteration B: askera Transliteration C: askera Beta Code: a)ske/ra

English (LSJ)

ας, ἡ, winter shoe with fur lining, Hippon.19, Lyc.855, 1322, Herod.2.32:—Dim. ἀσκερίσκος, ὁ, metapl. pl. ἀσκερίσκα Hippon. 18.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Morfología: [dat. plu. -ῃσι Hippon.6.3]
zapatilla lanosa de invierno, Hippon.l.c., SEG 13.13.148 (Atenas V a.C.), Lyc.855, Herod.2.23, Poll.7.85, Hsch., AB 452.
• Etimología: Prob. prést. del lid.

German (Pape)

[Seite 371] ἡ, eine Art Winterschuh von rohem Leder od. Pelz, dessen Haare nach innen gekehrt den Fuß warm halten, Lycophr. 855. 1322; Poll. 7, 85 ὑπόδημα λάσιον, χειμῶνι χρήσιμον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκέρα: -ας, ἡ, χειμερινὸν ὑπόδημα μαλλωτὸν ἔσωθεν, «ἀσκέραι· ὑπόδημα λάσιον, χειμῶνος χρήσιμον» Πολυδ. Ζ΄, 85· - κατὰ τὸν Τζέτζην εἰς Λυκόφρ. 855· «ἀσκέραι οὐ τὰ ὑποδήματα, ἀλλὰ τὰ πιλία, ἤτοι τὰ ὀρτάρια, εἰσὶν» δηλ. εἶδος εὐμαρίδων ἐκ πίλου, οἷα εἶναι τὰ Τουρκικὰ «τερλίκια»· ἴδε Ἱππώνακτα 10 κτλ.: - ὑποκορ. ἀσκερίσκος, ὁ, πληθ. κατὰ μεταπλασμ. ἀσκερίσκα (πρβλ. σαμβαλίσκα) Ἱππῶναξ 9.

Greek Monolingual

ἀσκέρα, η (Α)
χειμερινό υπόδημα με τρίχωμα ή γούνα στο εσωτερικό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκέρα (ιων. ασκέρη) μαρτυρείται στον Ιππώνακτα (ο οποίος χρησιμοποιεί και το υποκορ. ασκερίσκος, -α), στον Λυκόφρωνα κ.ά. Λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη άποψη, πρόκειται για δάνειο λυδικής προελεύσεως, υπόθεση την οποία ευνοούν τόσο η μορφή της λ., όσο και το γεγονός ότι απαντά δύο φορές στον Ιππώνακτα. Έχουν υποστηριχτεί επίσης οι απόψεις ότι ο τ. ασκέρα αποτελεί πιθ. λ. προελληνική ή τέλος ότι προέρχεται από το ρ. ασκέω].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: winter shoe with fur lining (Hippon.).
Dialectal forms: Ion. . In Attic inscr., Masson, Hipponax 125.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Loanword; Lydian?, s. Kretschmer Glotta 27, 37; Schwyzer 61. Or substr. ? (cf. the Attic inscr.); Fur. 348 compares ἄσκαροι (q.v.).

Frisk Etymology German

ἀσκέρα: {askéra}
Grammar: f.
Meaning: Winterschuh mit Pelzfutter (Hippon., Herod., Lyk.).
Derivative: Deminutivum ἀσκερίσκος m. (Hippon.).
Etymology: Nach Prellwitz zu ἀσκέω; vielmehr Fremdwort (lydisch?, vgl. Kretschmer Glotta 27, 37; s. auch Schwyzer 61).
Page 1,163