μελικτής: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meliktis
|Transliteration C=meliktis
|Beta Code=melikth/s
|Beta Code=melikth/s
|Definition=οῦ, ὁ, Dor. μελι-κτάς, (<b class="b3">μελίζω</b> B) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">singer, player</b>; esp. <b class="b2">fluteplayer</b>, <span class="bibl">Theoc.4.30</span>, <span class="bibl">Mosch.3.7</span>; cf. [[μελιστής]].</span>
|Definition=μελικτοῦ, ὁ, Dor. [[μελικτάς]], ([[μελίζω]] B) [[singer]], [[player]]; esp. [[fluteplayer]], Theoc.4.30, Mosch.3.7; cf. [[μελιστής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελικτής:''' -οῦ, ὁ, Δωρ. -[[κτάς]] ([[μελίζω]]), [[τραγουδιστής]], [[εκτελεστής]] μουσικού οργάνου, σε Θεόκρ., Μόσχ.
|lsmtext='''μελικτής:''' -οῦ, ὁ, Δωρ. -[[κτάς]] ([[μελίζω]]), [[τραγουδιστής]], [[εκτελεστής]] μουσικού οργάνου, σε Θεόκρ., Μόσχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μελικτής]], οῦ, ὁ, [[μελίζω]]<br />a [[singer]], [[player]], Theocr., Mosch.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[αὐλητής]]). Ἀπό τό [[μελίζω]] κι' [[αὐτό]] ἀπό τό [[μέλος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελικτής Medium diacritics: μελικτής Low diacritics: μελικτής Capitals: ΜΕΛΙΚΤΗΣ
Transliteration A: meliktḗs Transliteration B: meliktēs Transliteration C: meliktis Beta Code: melikth/s

English (LSJ)

μελικτοῦ, ὁ, Dor. μελικτάς, (μελίζω B) singer, player; esp. fluteplayer, Theoc.4.30, Mosch.3.7; cf. μελιστής.

Greek (Liddell-Scott)

μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς, (μελίζω Β) ἀοιδός, μουσικός, ἰδίως αὐλητής, Θεόκρ. 4. 30, Μόσχ. 3. 7· - ὡσαύτως μελιστής.

Greek Monolingual

μελικτής, δωρ. τ. μελικτάς, ὁ (Α) μελίζω
1. αοιδός, μουσικός, τραγουδιστής
2. (ειδικά) αυλητής («ἐγὼ δέ τις εἰμὶ μελικτὰς κεὖ μὲν τά Γλαύκας ἀγκρούομαι», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς (μελίζω), τραγουδιστής, εκτελεστής μουσικού οργάνου, σε Θεόκρ., Μόσχ.

Middle Liddell

μελικτής, οῦ, ὁ, μελίζω
a singer, player, Theocr., Mosch.

Mantoulidis Etymological

(=αὐλητής). Ἀπό τό μελίζω κι' αὐτό ἀπό τό μέλος.