ῥυδόν: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rydon
|Transliteration C=rydon
|Beta Code=r(udo/n
|Beta Code=r(udo/n
|Definition=Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ῥύδην]], ῥυδὸν ἀφνειός <b class="b2">abundantly</b> rich, <span class="bibl">Od.15.426</span>: <b class="b3">ῥουδόν</b> (Lacon. ?): <b class="b3">ῥευστικῶς</b>, Hsch.</span>
|Definition=Adv. = [[ῥύδην]], ῥυδὸν ἀφνειός [[abundantly]] rich, Od.15.426: [[ῥουδόν]] (Lacon. ?): [[ῥευστικῶς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0850.png Seite 850]] adv., = Vorigem, Od. 15, 426. ῥυδὸν [[ἀφνειός]], überflüssig reich.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0850.png Seite 850]] adv., = Vorigem, Od. 15, 426. ῥυδὸν [[ἀφνειός]], überflüssig reich.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[avec affluence]], [[en foule]], [[abondamment]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]], -δον.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῠδόν:''' adv. [[ῥέω]] обильно, чрезвычайно: ῥ. [[ἀφνειός]] Hom. весьма богатый.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῠδόν''': Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., [[κούρη]] δ’ εἴμ’ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο, «[[ῥύδην]] πλοῦτον ἔχοντος, [[τουτέστι]], τῷ πλούτῳ [[χύδην]] πλουτοῦντος, ... πλουσίου. (Σχόλ.) Ὀδ. Ο. 426. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυδὸν ἢ [[ῥύδην]]· [[χύδην]], δαψιλῶς, ῥευστικῶς, σφοδρῶς».
|lstext='''ῥῠδόν''': Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., [[κούρη]] δ’ εἴμ’ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο, «[[ῥύδην]] πλοῦτον ἔχοντος, [[τουτέστι]], τῷ πλούτῳ [[χύδην]] πλουτοῦντος, ... πλουσίου. (Σχόλ.) Ὀδ. Ο. 426. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυδὸν ἢ [[ῥύδην]]· [[χύδην]], δαψιλῶς, ῥευστικῶς, σφοδρῶς».
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec affluence, en foule, abondamment.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]], -δον.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ῥουδόν]] Α<br /><b>επίρρ.</b> άφθονα, με ορμητική ροή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i> του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αναφαν</i>-<i>δόν</i>). Ο τ. [[ῥουδόν]] ῥευστικῶς</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, [[είναι]] [[διαλεκτικός]], πιθ. [[λακωνικός]]].
|mltxt=και [[ῥουδόν]] Α<br /><b>επίρρ.</b> άφθονα, με ορμητική ροή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i> του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δόν</i> ([[πρβλ]]. [[αναφανδόν]]). Ο τ. [[ῥουδόν]] ῥευστικῶς</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, [[είναι]] [[διαλεκτικός]], πιθ. [[λακωνικός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥῠδόν:''' επίρρ., = το προηγ., άφθονα, πλούσια, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ῥῠδόν:''' επίρρ., = το προηγ., άφθονα, πλούσια, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== ῥῠ́δην]<br />[[abundantly]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠδόν Medium diacritics: ῥυδόν Low diacritics: ρυδόν Capitals: ΡΥΔΟΝ
Transliteration A: rhydón Transliteration B: rhydon Transliteration C: rydon Beta Code: r(udo/n

English (LSJ)

Adv. = ῥύδην, ῥυδὸν ἀφνειός abundantly rich, Od.15.426: ῥουδόν (Lacon. ?): ῥευστικῶς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 850] adv., = Vorigem, Od. 15, 426. ῥυδὸν ἀφνειός, überflüssig reich.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec affluence, en foule, abondamment.
Étymologie: ῥέω, -δον.

Russian (Dvoretsky)

ῥῠδόν: adv. ῥέω обильно, чрезвычайно: ῥ. ἀφνειός Hom. весьма богатый.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠδόν: Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., κούρη δ’ εἴμ’ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο, «ῥύδην πλοῦτον ἔχοντος, τουτέστι, τῷ πλούτῳ χύδην πλουτοῦντος, ... πλουσίου. (Σχόλ.) Ὀδ. Ο. 426. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυδὸν ἢ ῥύδην· χύδην, δαψιλῶς, ῥευστικῶς, σφοδρῶς».

English (Autenrieth)

(σρέω): adv., in floods, ‘enormously,’ Od. 15.426†.

Greek Monolingual

και ῥουδόν Α
επίρρ. άφθονα, με ορμητική ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF του ῥέω + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. αναφανδόν). Ο τ. ῥουδόν ῥευστικῶς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι διαλεκτικός, πιθ. λακωνικός].

Greek Monotonic

ῥῠδόν: επίρρ., = το προηγ., άφθονα, πλούσια, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

= ῥῠ́δην]
abundantly, Od.