διανάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
(9)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dianasso
|Transliteration C=dianasso
|Beta Code=diana/ssw
|Beta Code=diana/ssw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stop chinks: caulk ships</b>, <span class="bibl">Str.4.4.1</span>:—Pass., pf. part. <b class="b3">διανεναγμένος σφυγμός</b>, name coined by Archig. ap. Gal.8.662.</span>
|Definition=stop chinks: caulk ships, Str.4.4.1:—Pass., pf. part. <b class="b3">διανεναγμένος σφυγμός</b>, name coined by Archig. ap. Gal.8.662.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">1</b> náut. [[calafatear]], [[rellenar]] (ἀραιώματα) βρύοις los huecos (entre los tablones del casco) con algas</i> Str.4.4.1.<br /><b class="num">2</b> part. perf. pas. διανεναγμένος [[disgregado]] n. acuñado para un tipo de pulso, Archig. en Gal.8.662.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διανάσσω''': μέλλ. -ξω, [[γεμίζω]] κενόν τι ἐν τῶ [[μεταξύ]], στουπώνω («[[καλαφατίζω]]») πλοῖα, δ. ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Στράβ. 195.
|lstext='''διανάσσω''': μέλλ. -ξω, [[γεμίζω]] κενόν τι ἐν τῶ [[μεταξύ]], στουπώνω («[[καλαφατίζω]]») πλοῖα, δ. ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Στράβ. 195.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">1</b> náut. [[calafatear]], [[rellenar]] (ἀραιώματα) βρύοις los huecos (entre los tablones del casco) con algas</i> Str.4.4.1.<br /><b class="num">2</b> part. perf. pas. διανεναγμένος [[disgregado]] n. acuñado para un tipo de pulso, Archig. en Gal.8.662.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και διανάττω, [[διανάσσω]], διανάττω (Α) [[νάσσω]]<br /><b>1.</b> [[καλαφατίζω]], ματζακονίζω<br /><b>2.</b> [[φράζω]] με [[στουπί]] ή [[πίσσα]] τα κενά [[ανάμεσα]] στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να του προσδώσω [[στεγανότητα]].
|mltxt=και διανάττω, [[διανάσσω]], διανάττω (Α) [[νάσσω]]<br /><b>1.</b> [[καλαφατίζω]], ματζακονίζω<br /><b>2.</b> [[φράζω]] με [[στουπί]] ή [[πίσσα]] τα κενά [[ανάμεσα]] στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να του προσδώσω [[στεγανότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διανάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[φράζω]] τις ρωγμές, [[καλαφατίζω]], πλοία, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[stop]] chinks: to [[caulk]] ships, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανάσσω Medium diacritics: διανάσσω Low diacritics: διανάσσω Capitals: ΔΙΑΝΑΣΣΩ
Transliteration A: dianássō Transliteration B: dianassō Transliteration C: dianasso Beta Code: diana/ssw

English (LSJ)

stop chinks: caulk ships, Str.4.4.1:—Pass., pf. part. διανεναγμένος σφυγμός, name coined by Archig. ap. Gal.8.662.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
1 náut. calafatear, rellenar (ἀραιώματα) βρύοις los huecos (entre los tablones del casco) con algas Str.4.4.1.
2 part. perf. pas. διανεναγμένος disgregado n. acuñado para un tipo de pulso, Archig. en Gal.8.662.

German (Pape)

[Seite 591] dazwischen ausstopfen, ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Strab. 4, 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διανάσσω: μέλλ. -ξω, γεμίζω κενόν τι ἐν τῶ μεταξύ, στουπώνω («καλαφατίζω») πλοῖα, δ. ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Στράβ. 195.

Greek Monolingual

και διανάττω, διανάσσω, διανάττω (Α) νάσσω
1. καλαφατίζω, ματζακονίζω
2. φράζω με στουπί ή πίσσα τα κενά ανάμεσα στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να του προσδώσω στεγανότητα.

Greek Monotonic

διανάσσω: μέλ. -ξω, φράζω τις ρωγμές, καλαφατίζω, πλοία, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. ξω
to stop chinks: to caulk ships, Strab.