κυβερνητήρ: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(13_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyvernitir | |Transliteration C=kyvernitir | ||
|Beta Code=kubernhth/r | |Beta Code=kubernhth/r | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[κυβερνατήρ]], -ῆρος, ὁ, = [[κυβερνήτης]], Od.8.557, etc.: metaph., Pi.''P.''4.274: as adjective, κ. χαλινός Opp.''C.''1.96. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ῆρος, ὁ, = [[κυβερνήτης]], der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ῆρος, ὁ, = [[κυβερνήτης]], der [[Steuermann]]; Od. 8, 557; Pind. I. 3, 89, in dor. Form κυβερνατήρ; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 72; Maneth. 4, 398. – Adj., κυβερνητῆρα χαλινὸν ἲππων Opp. Cyn. 1, 96. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κυβερνήτης]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυβερνητήρ -ῆρος, ὁ, Dor. κυβερνατήρ [κυβερνάω] [[stuurman]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠβερνητήρ:''' дор. [[κυβερνατήρ|κῠβερνᾱτήρ]], ῆρος ὁ Hom., Pind. = [[κυβερνήτης]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυβερνητήρ]], -ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. [[κυβερνήτειρα]] (Α) [[κυβερνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που κυβερνά<br /><b>2.</b> [[πηδαλιούχος]] («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός με τον οποίο κυβερνά [[κάποιος]] («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠβερνητήρ:''' -ῆρος, ὁ = [[κυβερνήτης]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., σε Πίνδ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κῠβερνητήρ''': -ῆρος, ὁ, = [[κυβερνήτης]], Ὀδ. Θ. 557, κτλ.· μεταφ., Πινδ. Π. 4. 488· ― ὡς ἐπίθ., κ. χαλινὸς Ὀππ. Κυν. 1. 96. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κῠβερνητήρ, ῆρος, = [[κυβερνήτης]], Od.: metaph., Pind.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. κυβερνατήρ, -ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, Od.8.557, etc.: metaph., Pi.P.4.274: as adjective, κ. χαλινός Opp.C.1.96.
German (Pape)
[Seite 1522] ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, der Steuermann; Od. 8, 557; Pind. I. 3, 89, in dor. Form κυβερνατήρ; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 72; Maneth. 4, 398. – Adj., κυβερνητῆρα χαλινὸν ἲππων Opp. Cyn. 1, 96.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. κυβερνήτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβερνητήρ -ῆρος, ὁ, Dor. κυβερνατήρ [κυβερνάω] stuurman.
Russian (Dvoretsky)
κῠβερνητήρ: дор. κῠβερνᾱτήρ, ῆρος ὁ Hom., Pind. = κυβερνήτης.
Greek Monolingual
κυβερνητήρ, -ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) κυβερνώ
1. αυτός που κυβερνά
2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.)
3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.).
Greek Monotonic
κῠβερνητήρ: -ῆρος, ὁ = κυβερνήτης, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνητήρ: -ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, Ὀδ. Θ. 557, κτλ.· μεταφ., Πινδ. Π. 4. 488· ― ὡς ἐπίθ., κ. χαλινὸς Ὀππ. Κυν. 1. 96.
Middle Liddell
κῠβερνητήρ, ῆρος, = κυβερνήτης, Od.: metaph., Pind.]