πραϋντικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(34)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prayntikos
|Transliteration C=prayntikos
|Beta Code=prau+ntiko/s
|Beta Code=prau+ntiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fit for appeasing</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span> 1380a31</span>: esp. Medic., <b class="b2">relieving</b>, ἰσχιάδος Dsc.2.80, cf. <span class="bibl">Sor.2.38</span>.</span>
|Definition=πραϋντική, πραϋντικόν, [[fit for appeasing]], Arist.''Rh.'' 1380a31: esp. Medic., [[relieving]], ἰσχιάδος Dsc.2.80, cf. Sor.2.38.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0696.png Seite 696]] besänftigend, zum Besänftigen geschickt, Arist. rhet. 2, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0696.png Seite 696]] besänftigend, zum Besänftigen geschickt, Arist. rhet. 2, 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[propre à adoucir]], [[à apaiser]].<br />'''Étymologie:''' [[πραΰνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρᾱϋντικός:''' [[успокаивающий]]: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πραϋντικός''': -ή, -όν, ὁ πρὸς πράϋνσιν [[κατάλληλος]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 10.
|lstext='''πραϋντικός''': -ή, -όν, ὁ πρὸς πράϋνσιν [[κατάλληλος]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 10.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à adoucir, à apaiser.<br />'''Étymologie:''' [[πραΰνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πραϋντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πραϋντής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να καταπραΰνει, [[κατευναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[καταπραϋντικός]], [[ανακουφιστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραϋντικώς</i> / <i>πραϋντικῶς</i> ΝΑ, <i>πραϋντικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πραϋντικό.
|mltxt=-ή, -ό / [[πραϋντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πραϋντής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να καταπραΰνει, [[κατευναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[καταπραϋντικός]], [[ανακουφιστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραϋντικώς</i> / <i>πραϋντικῶς</i> ΝΑ, <i>πραϋντικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πραϋντικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρᾱϋντικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρᾱϋντικός, ή, όν<br />fit for [[appeasing]], Arist. from [[πραΰνω]]
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραϋντικός Medium diacritics: πραϋντικός Low diacritics: πραϋντικός Capitals: ΠΡΑΫΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: praüntikós Transliteration B: prauntikos Transliteration C: prayntikos Beta Code: prau+ntiko/s

English (LSJ)

πραϋντική, πραϋντικόν, fit for appeasing, Arist.Rh. 1380a31: esp. Medic., relieving, ἰσχιάδος Dsc.2.80, cf. Sor.2.38.

German (Pape)

[Seite 696] besänftigend, zum Besänftigen geschickt, Arist. rhet. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: πραΰνω.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱϋντικός: успокаивающий: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства.

Greek (Liddell-Scott)

πραϋντικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς πράϋνσιν κατάλληλος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 10.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πραϋντικός, -ή, -όν, ΝΑ πραϋντής
1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός
2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός.
επίρρ...
πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν
κατά τρόπο πραϋντικό.

Greek Monotonic

πρᾱϋντικός: -ή, -όν, κατάλληλος στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.

Middle Liddell

πρᾱϋντικός, ή, όν
fit for appeasing, Arist. from πραΰνω