ἀνάελπτος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaelptos
|Transliteration C=anaelptos
|Beta Code=a)na/elptos
|Beta Code=a)na/elptos
|Definition=ον, = [[ἄελπτος]], [[unlooked for]], ἀνάελπτα παθόντες <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>660</span>. (Prob. misspelt for <b class="b3">ἀν-έϝελπτος</b>.)  
|Definition=ἀνάελπτον, = [[ἄελπτος]], [[unlooked for]], ἀνάελπτα παθόντες Hes. ''Th.''660. (Prob. misspelt for <b class="b3">ἀνέϝελπτος</b>.)  
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inespéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], ἔλπομαι.
|btext=ος, ον :<br />[[inespéré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], ἔλπομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάελπτος:''' [[неожиданный]] (ἀνάελπτα παθόντες Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάελπτος:''' -ον (ἔλπομαι), [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀνάελπτος:''' -ον (ἔλπομαι), [[απροσδόκητος]], [[αναπάντεχος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάελπτος:''' [[неожиданный]] (ἀνάελπτα παθόντες Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἔλπομαι]<br />unlooked for, Hes.
|mdlsjtxt=[ἔλπομαι]<br />unlooked for, Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάελπτος Medium diacritics: ἀνάελπτος Low diacritics: ανάελπτος Capitals: ΑΝΑΕΛΠΤΟΣ
Transliteration A: anáelptos Transliteration B: anaelptos Transliteration C: anaelptos Beta Code: a)na/elptos

English (LSJ)

ἀνάελπτον, = ἄελπτος, unlooked for, ἀνάελπτα παθόντες Hes. Th.660. (Prob. misspelt for ἀνέϝελπτος.)

Spanish (DGE)

-ον inesperado ἀνάελπτα παθόντες Hes.Th.660.

German (Pape)

[Seite 187] (vgl. ἀνάεδνος), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inespéré.
Étymologie: ἀνά, ἔλπομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάελπτος: неожиданный (ἀνάελπτα παθόντες Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάελπτος: -ον, ὡς τὸ ἄελπτος, ἀπροσδόκητος, ἀνάελπτα παθόντες Ἡσ. Θ. 660· (κυρίως ἀνάϝελπτος, ἴδε ἀνάεδνος).

Greek Monolingual

ἀνάελπτος, -ον (Α)
ανέλπιστος, απροσδόκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε -τος. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την ετυμολογία της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό ἀνάεδνος. Κατά μία άποψη, ἀνάελπτος < ἀνα- στερ. + ἔλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ». Κατ’ άλλη άποψη, ο τ. ἀνάελπτος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή του τ. ἀνέελπτος < ἀν-έF-ελπτος < ἀν- στερ. + ἐέλπομαι, αναλογικά προς τα σύνθετα με την πρόθεση ἀνά-. Κατά τρίτη τέλος άποψη, ἀνάελπτος < ἀ-προθεμ. + ἄελπτος < - στερ. + ἔλπομαι (πρβλ. ἀνάεδνος)].

Greek Monotonic

ἀνάελπτος: -ον (ἔλπομαι), απροσδόκητος, αναπάντεχος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

[ἔλπομαι]
unlooked for, Hes.