ἐπικράζω: Difference between revisions
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikrazo | |Transliteration C=epikrazo | ||
|Beta Code=e)pikra/zw | |Beta Code=e)pikra/zw | ||
|Definition=[[shout to]] or [[shout at]], τινί | |Definition=[[shout to]] or [[shout at]], τινί Luc.''Anach.''16 (pf. part. ἐπικεκρᾱγότες): aor. 1 inf. [[ἐπικράξαι]] Ps.-Luc.''Philopatr.''1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
shout to or shout at, τινί Luc.Anach.16 (pf. part. ἐπικεκρᾱγότες): aor. 1 inf. ἐπικράξαι Ps.-Luc.Philopatr.1.
German (Pape)
[Seite 952] (s. κράζω), zuschreien, τινί; ἐπικεκραγότες Luc. Anach. 16; ἐπικεκράχθω Poll. 5, 85.
French (Bailly abrégé)
ao. inf. ἐπικράξαι, pf. ἐπικέκραγα;
crier sur ou contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, κράζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικράζω: вторить или подбодрять криками (ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσιν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικράζω: μέλλ. -κράξω ᾱ, κράζω πρός τινα, ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσι Λουκ. Ἀνάχ. 16˙ ἀόρ. ἐπέκραξα Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 1.
Greek Monolingual
ἐπικράζω (Α) κράζω
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω προς κάποιον, φωνάζω υπέρ ή εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἐπικράζω: παρακ. -κεκρᾱγα, φωνάζω σε ή προς, τινί, σε Λουκ.
Middle Liddell
perf. -κεκρᾱγα
to shout to or at, τινί Luc.