νήκεστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nikestos
|Transliteration C=nikestos
|Beta Code=nh/kestos
|Beta Code=nh/kestos
|Definition=ον, (νη-, ἀκέομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">incurable</b>, neut. as Adv., <b class="b2">incurably</b>, <b class="b3">ὅς κε . . νήκεστον ἀασθῇ</b> ib. <span class="bibl">283</span>.</span>
|Definition=νήκεστον, ([[νη-]], [[ἀκέομαι]]) [[incurable]], neut. as adverb, [[incurably]], <b class="b3">ὅς κε… νήκεστον ἀασθῇ</b> ib. 283.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0251.png Seite 251]] unheilbar ([[ἀκεστός]]), Hes. O. 285.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0251.png Seite 251]] unheilbar ([[ἀκεστός]]), Hes. O. 285.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[incurable]].<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἀκέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''νήκεστος:''' [[неисцелимый]], [[неизлечимый]]: νήκεστον HH ([[varia lectio|v.l.]] [[μήκιστον]]), Hes. неисцелимо.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νήκεστος''': -ον, (νη-, [[ἀκέομαι]]) [[ἀνίατος]], οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.
|lstext='''νήκεστος''': -ον, (νη-, [[ἀκέομαι]]) [[ἀνίατος]], οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.
}}
{{grml
|mltxt=[[νήκεστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν θεραπεύεται, ο [[ανίατος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νήκεστον</i><br />ανίατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκεστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]] «[[θεραπεύω]]»), [[πρβλ]]. [[ευάκεστος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νήκεστος:''' -ον (νη-, [[ἀκέομαι]]), [[αθεράπευτος]]· το ουδ. ως επίρρ., αθεράπευτα, σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νή-κεστος, ον, [νη-, [[ἀκέομαι]]<br />[[incurable]], neut. as adv. [[incurably]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήκεστος Medium diacritics: νήκεστος Low diacritics: νήκεστος Capitals: ΝΗΚΕΣΤΟΣ
Transliteration A: nḗkestos Transliteration B: nēkestos Transliteration C: nikestos Beta Code: nh/kestos

English (LSJ)

νήκεστον, (νη-, ἀκέομαι) incurable, neut. as adverb, incurably, ὅς κε… νήκεστον ἀασθῇ ib. 283.

German (Pape)

[Seite 251] unheilbar (ἀκεστός), Hes. O. 285.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incurable.
Étymologie: νη-, ἀκέομαι.

Russian (Dvoretsky)

νήκεστος: неисцелимый, неизлечимый: νήκεστον HH (v.l. μήκιστον), Hes. неисцелимо.

Greek (Liddell-Scott)

νήκεστος: -ον, (νη-, ἀκέομαι) ἀνίατος, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἀνιάτως, ὅς κε... νήκεστον ἀασθῇ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281.

Greek Monolingual

νήκεστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν θεραπεύεται, ο ανίατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήκεστον
ανίατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀκεστός (< ἀκέομαι «θεραπεύω»), πρβλ. ευάκεστος].

Greek Monotonic

νήκεστος: -ον (νη-, ἀκέομαι), αθεράπευτος· το ουδ. ως επίρρ., αθεράπευτα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

νή-κεστος, ον, [νη-, ἀκέομαι
incurable, neut. as adv. incurably, Hes.