ἐξιτός: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksitos | |Transliteration C=eksitos | ||
|Beta Code=e)cito/s | |Beta Code=e)cito/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐξιτή, ἐξιτόν, to [[be come out of]], <b class="b3">τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι</b> for whom there is no [[coming out]], Hes.''Th.''732. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui peut sortir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]². | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξῐτός:''' adj. verb. к [[ἔξειμι]] II. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]]) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν [[ἔξοδος]], οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732. | |lstext='''ἐξῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]]) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν [[ἔξοδος]], οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξιτός]] -ή, -όν (Α) [[έξειμι]]<br />αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει ( | |mltxt=[[ἐξιτός]] -ή, -όν (Α) [[έξειμι]]<br />αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», <b>Ησίοδ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξῐτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, <i>τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι</i>, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία [[έξοδος]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἐξῐτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, <i>τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι</i>, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία [[έξοδος]], σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of [[ἔξειμι]] [[εἶμι]] ibo]<br />to be [[come]] out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom [[there]] is no [[coming]] out, Hes. | |mdlsjtxt=ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of [[ἔξειμι]] [[εἶμι]] ibo]<br />to be [[come]] out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom [[there]] is no [[coming]] out, Hes. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξιτή, ἐξιτόν, to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.Th.732.
German (Pape)
[Seite 884] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut sortir.
Étymologie: ἔξειμι².
Russian (Dvoretsky)
ἐξῐτός: adj. verb. к ἔξειμι II.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἔξειμι (εἶμι) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν ἔξοδος, οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.
Greek Monolingual
ἐξιτός -ή, -όν (Α) έξειμι
αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ἐξῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἔξειμι (εἶμι ibo), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία έξοδος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of ἔξειμι εἶμι ibo]
to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.