χρυσεόδμητος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chryseodmitos
|Transliteration C=chryseodmitos
|Beta Code=xruseo/dmhtos
|Beta Code=xruseo/dmhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">built</b> or <b class="b2">formed of gold</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span> 617</span> (lyr., but Herm. <b class="b3">χρυσεοκμήτοισι</b>, <b class="b2">gold-wrought</b>).</span>
|Definition=χρυσεόδμητον, [[built]] or [[formed of gold]], A.''Ch.'' 617 (lyr., but Herm. [[χρυσεοκμήτοισι]], [[gold-wrought]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1379.png Seite 1379]] l. d. für [[χρυσεόκμητος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1379.png Seite 1379]] l. d. für [[χρυσεόκμητος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fait <i>litt.</i> bâti d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[δέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσεόδμητος:''' [[varia lectio|v.l.]] χρῡσεό-κμητος 2 сделанный из золота (ὅρμοι Aesch.).
}}
{{ls
|lstext='''χρῡσεόδμητος''': -ον, ᾠκοδομημένος ἢ κατεσκευασμένος ἐκ χρυσοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 616 [[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. χρυσεοκμήτοισι, ἐκ χρυσοῦ πεποιημένοις.
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[χρυσεόκμητος]], -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[χρυσεόδμητος]] <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χρυσ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]]»), [[πρβλ]]. <i>νεό</i>-<i>δμητος</i>, ενώ ο τ. [[χρυσεόκμητος]] με β' συνθετικό -<i>κμητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]] «[[κάνω]], φτειάχνω», ([[πρβλ]]. [[σιδηρόκμητος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσεόδμητος:''' -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡσεό-δμητος, ον,<br />formed of [[gold]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεόδμητος Medium diacritics: χρυσεόδμητος Low diacritics: χρυσεόδμητος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: chryseódmētos Transliteration B: chryseodmētos Transliteration C: chryseodmitos Beta Code: xruseo/dmhtos

English (LSJ)

χρυσεόδμητον, built or formed of gold, A.Ch. 617 (lyr., but Herm. χρυσεοκμήτοισι, gold-wrought).

German (Pape)

[Seite 1379] l. d. für χρυσεόκμητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait litt. bâti d'or.
Étymologie: χρυσός, δέμω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεόδμητος: v.l. χρῡσεό-κμητος 2 сделанный из золота (ὅρμοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόδμητος: -ον, ᾠκοδομημένος ἢ κατεσκευασμένος ἐκ χρυσοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 616 ἔνθα ὁ Ἕρμανν. χρυσεοκμήτοισι, ἐκ χρυσοῦ πεποιημένοις.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσο-) + -δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό-δμητος, ενώ ο τ. χρυσεόκμητος με β' συνθετικό -κμητος < κάμνω «κάνω, φτειάχνω», (πρβλ. σιδηρόκμητος)].

Greek Monotonic

χρῡσεόδμητος: -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χρῡσεό-δμητος, ον,
formed of gold, Aesch.