πιεστός: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=piestos
|Transliteration C=piestos
|Beta Code=piesto/s
|Beta Code=piesto/s
|Definition=ή, όν, [[compressible]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span> 385a15</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lass.</span>8</span>.
|Definition=πιεστή, πιεστόν, [[compressible]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]'' 385a15, [[Theophrastus]] ''Lass.''8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐεστός Medium diacritics: πιεστός Low diacritics: πιεστός Capitals: ΠΙΕΣΤΟΣ
Transliteration A: piestós Transliteration B: piestos Transliteration C: piestos Beta Code: piesto/s

English (LSJ)

πιεστή, πιεστόν, compressible, Arist.Mete. 385a15, Theophrastus Lass.8.

German (Pape)

[Seite 613] gedrückt, gepreßt; zu pressen; dah. dem Drucke nachgebend, weich, Arist. meteor. 4, 9.

Russian (Dvoretsky)

πιεστός: способный сжиматься, податливый (ἰξός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πιεστός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος πιεσθῆναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 15 κἑξ., Θεοφράστ. Ἀποσπ. 7. 8.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πιεστός, -ή, -όν, ΝΑ πιέζω
αυτός που μπορεί να πιεσθεί, που μπορεί κάποιος να τον πιέσει, που έχει τη δυνατότητα να συμπιέζεται, να ελαττώνεται κατά όγκο με την πίεση που ασκείται επάνω του
νεοελλ.
1. πεπιεσμένος, ζουλημένος, αυτός που προήλθε από πίεση
2. το ουδ. ως ουσ. το πιεστό(ν)
η φυσική ιδιότητα τών σωμάτων να ελαττώνονται κατά όγκο από την επίδραση εξωτερικής πίεσης, αλλ. συμπιεστό(ν).