διοικονομέω: Difference between revisions
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dioikonomeo | |Transliteration C=dioikonomeo | ||
|Beta Code=dioikovome/w | |Beta Code=dioikovome/w | ||
|Definition=strengthened for [[οἰκονομέω]], | |Definition=strengthened for [[οἰκονομέω]], Phld.''Oec.''p.9J. (dub.), Anon.Lond.22.49, Poll.5.156:—Pass., Arist.''Mu.''400b32. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[administrar]], [[organizar]], [[disponer]] κτήματα καὶ χρήματα Phld.<i>Oec</i>.3a.12, δυνάμεις ... αἱ διοικονομοῦσαι (ὕλην) Anon.Lond.22.49, τὸν βίον Vett.Val.41.13, ταὐτὸν ... ὁ θεὸς ἐφ' ἡμῶν διῳκονομηκέναι Meth.<i>Res</i>.1.43, cf. Poll.5.156, en v. pas. ἀπολογεῖσθαι περὶ τῶν διῳκονομημένων ref. a una συμμαχία Plb.27.1.11, cf. <i>IEphesos</i> 16.11 (II d.C.), τὸν ἁμαρτωλὸν διοικονομούμενον ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes <i>Hom</i>.12.3 <i>in Ier</i>., κοινὰ ... διοικονομούμενα Iambl.<i>VP</i> 74, c. πρός: θεωρῆσαι ... ἀνάγκην λόγου πρὸς τὸ χρήσιμον ... διοικονομουμένου Hermog.<i>Inu</i>.3.2 (p.128)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὰ καθ' ἑαυτὴν (ὑποθήκην) διοικονο[με] ῖσθαι <i>SB</i> 13167re.20 (II d.C.), ἡ θεία [[δύναμις]] πάντα διοικονομεῖται Ps.Caes.69.5<br /><b class="num">•</b>de pers., en v. pas. [[ser tratado]] ὁ ἁμαρτωλὸς διοικονομούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes <i>Hom</i>.12.3 <i>in Ier</i>. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διοικονομέω''': ἐπιτεταμ. [[οἰκονομέω]], Πολυδ. Ε΄, 156, Εὐστ. Πονημ. 76. 55. -Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 37. | |lstext='''διοικονομέω''': ἐπιτεταμ. [[οἰκονομέω]], Πολυδ. Ε΄, 156, Εὐστ. Πονημ. 76. 55. -Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 37. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διοικονομέω:''' [[устраивать]], [[упорядочивать]], [[управлять]] ([[ἐμμελῶς]] ὁ [[σύμπας]] διοικονομεῖται [[διάκοσμος]] οὐρανοῦ καὶ γῆς Arst.). | |elrutext='''διοικονομέω:''' [[устраивать]], [[упорядочивать]], [[управлять]] ([[ἐμμελῶς]] ὁ [[σύμπας]] διοικονομεῖται [[διάκοσμος]] οὐρανοῦ καὶ γῆς Arst.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>ganz und gar [[verwalten]]</i>, Poll. 5.156. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
strengthened for οἰκονομέω, Phld.Oec.p.9J. (dub.), Anon.Lond.22.49, Poll.5.156:—Pass., Arist.Mu.400b32.
Spanish (DGE)
administrar, organizar, disponer κτήματα καὶ χρήματα Phld.Oec.3a.12, δυνάμεις ... αἱ διοικονομοῦσαι (ὕλην) Anon.Lond.22.49, τὸν βίον Vett.Val.41.13, ταὐτὸν ... ὁ θεὸς ἐφ' ἡμῶν διῳκονομηκέναι Meth.Res.1.43, cf. Poll.5.156, en v. pas. ἀπολογεῖσθαι περὶ τῶν διῳκονομημένων ref. a una συμμαχία Plb.27.1.11, cf. IEphesos 16.11 (II d.C.), τὸν ἁμαρτωλὸν διοικονομούμενον ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier., κοινὰ ... διοικονομούμενα Iambl.VP 74, c. πρός: θεωρῆσαι ... ἀνάγκην λόγου πρὸς τὸ χρήσιμον ... διοικονομουμένου Hermog.Inu.3.2 (p.128)
•en v. med. mismo sent. τὰ καθ' ἑαυτὴν (ὑποθήκην) διοικονο[με] ῖσθαι SB 13167re.20 (II d.C.), ἡ θεία δύναμις πάντα διοικονομεῖται Ps.Caes.69.5
•de pers., en v. pas. ser tratado ὁ ἁμαρτωλὸς διοικονομούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ Origenes Hom.12.3 in Ier.
Greek (Liddell-Scott)
διοικονομέω: ἐπιτεταμ. οἰκονομέω, Πολυδ. Ε΄, 156, Εὐστ. Πονημ. 76. 55. -Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 37.
Russian (Dvoretsky)
διοικονομέω: устраивать, упорядочивать, управлять (ἐμμελῶς ὁ σύμπας διοικονομεῖται διάκοσμος οὐρανοῦ καὶ γῆς Arst.).
German (Pape)
ganz und gar verwalten, Poll. 5.156.