ἐγκαθορμίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(2)
m (LSJ1 replacement)
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egkathormizomai
|Transliteration C=egkathormizomai
|Beta Code=e)gkaqormi/zomai
|Beta Code=e)gkaqormi/zomai
|Definition=Med., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">run into harbour, come to anchor</b>, αὐτόσε <span class="bibl">Th.4.1</span>, cf. <span class="bibl">D.C.48.49</span>: aor. Pass., <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>2.20.8</span>.</span>
|Definition=Med., [[run into harbour]], [[come to anchor]], αὐτόσε Th.4.1, cf. D.C.48.49: aor. Pass., Arr.''An.''2.20.8.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἐγκαθορμίζομαι''': μέσ., [[εἰσέρχομαι]] εἰς τὸν λιμένα, ἀγκυροβολῶ, [[αὐτόσε]] Θουκ. 4. 1, πρβλ. Δίωνα Κ. 48. 49· [[οὕτως]] ἀόρ. παθ., Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 20, 8.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [tard. en v. act. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.7.1, Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.15.40, Ast.Am.<i>Hom</i>.4.4.3]<br /><b class="num">1</b> intr. [[fondear]], [[echar el ancla]] (νῆες) [[αὐτόσε]] ἐγκαθορμισάμεναι Th.4.1, cf. Apollod.1.9.23, ἀνέφηνεν ... τῷ πελάγει ἐγκαθορμίζεσθαι Philostr.<i>Her</i>.71.11, ὡς δ' οὐδεὶς αἰγιαλὸς ἐγκαθορμίσασθαι αὐτοῖς ἀσφαλὴς εὑρίσκετο D.C.48.49.5, cf. Arr.<i>Ind</i>.40.10, ὡς μὴ ἐς τῶν λιμένων τινὰ ἐγκαθορμισθῆναι τῶν πολεμίων τὸν στόλον Arr.<i>An</i>.2.20.8, fig. ὥσπερ λιμέσιν εὐδίοις ... ταῖς ἀκοαῖς τῶν μανθανόντων ὁ λόγος ἐγκαθορμίζεται Basil.<i>Hom</i>.23.1.<br /><b class="num">2</b> tr. en v. act. [[fondear]], [[anclar]] la nave (τὴν ναῦν) ἐκείνοις ... τοῖς τόποις Anon.l.c., en sent. fig. τῷ λιμένι τῆς ἀληθείας ... τὸν λόγον Gr.Nyss.l.c., de un río que deja sus aguas en el mar μέχρις ἂν ὁ τελευταῖος (ποταμός) τῷ βάθει καὶ τῷ πλάτει τῆς θαλάσσης ἐγκαθορμίσῃ τὸ ὕδωρ Ast.Am.l.c.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐγκαθορμίσομαι;<br />entrer dans le port.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καθορμίζω]].
|btext=<i>f.</i> ἐγκαθορμίσομαι;<br />[[entrer dans le port]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καθορμίζω]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [tard. en v. act. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.7.1, Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.15.40, Ast.Am.<i>Hom</i>.4.4.3]<br /><b class="num">1</b> intr. [[fondear]], [[echar el ancla]] (νῆες) [[αὐτόσε]] ἐγκαθορμισάμεναι Th.4.1, cf. Apollod.1.9.23, ἀνέφηνεν ... τῷ πελάγει ἐγκαθορμίζεσθαι Philostr.<i>Her</i>.71.11, ὡς δ' οὐδεὶς αἰγιαλὸς ἐγκαθορμίσασθαι αὐτοῖς ἀσφαλὴς εὑρίσκετο D.C.48.49.5, cf. Arr.<i>Ind</i>.40.10, ὡς μὴ ἐς τῶν λιμένων τινὰ ἐγκαθορμισθῆναι τῶν πολεμίων τὸν στόλον Arr.<i>An</i>.2.20.8, fig. ὥσπερ λιμέσιν εὐδίοις ... ταῖς ἀκοαῖς τῶν μανθανόντων ὁ λόγος ἐγκαθορμίζεται Basil.<i>Hom</i>.23.1.<br /><b class="num">2</b> tr. en v. act. [[fondear]], [[anclar]] la nave (τὴν ναῦν) ἐκείνοις ... τοῖς τόποις Anon.l.c., en sent. fig. τῷ λιμένι τῆς ἀληθείας ... τὸν λόγον Gr.Nyss.l.c., de un río que deja sus aguas en el mar μέχρις ἂν ὁ τελευταῖος (ποταμός) τῷ βάθει καὶ τῷ πλάτει τῆς θαλάσσης ἐγκαθορμίσῃ τὸ ὕδωρ Ast.Am.l.c.
|elrutext='''ἐγκαθορμίζομαι:''' [[входить в порт]], [[становиться на якорь]] (ἐγκαθορμισάμεναι [[αὐτόσε]] αἱ [[νῆες]] Thuc.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐγκαθορμίζομαι''': μέσ., [[εἰσέρχομαι]] εἰς τὸν λιμένα, ἀγκυροβολῶ, [[αὐτόσε]] Θουκ. 4. 1, πρβλ. Δίωνα Κ. 48. 49· [[οὕτως]] ἀόρ. παθ., Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 20, 8.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαθορμίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, Μέσ., [[εισέρχομαι]] στο [[λιμάνι]], ελλιμενίζομαι, [[αγκυροβολώ]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐγκαθορμίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, Μέσ., [[εισέρχομαι]] στο [[λιμάνι]], ελλιμενίζομαι, [[αγκυροβολώ]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἐγκαθορμίζομαι:''' входить в порт, становиться на якорь (ἐγκαθορμισάμεναι [[αὐτόσε]] αἱ [[νῆες]] Thuc.).
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιοῦμαι<br />Mid. to run [[into]] [[harbour]], [[come]] to [[anchor]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαθορμίζομαι Medium diacritics: ἐγκαθορμίζομαι Low diacritics: εγκαθορμίζομαι Capitals: ΕΓΚΑΘΟΡΜΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: enkathormízomai Transliteration B: enkathormizomai Transliteration C: egkathormizomai Beta Code: e)gkaqormi/zomai

English (LSJ)

Med., run into harbour, come to anchor, αὐτόσε Th.4.1, cf. D.C.48.49: aor. Pass., Arr.An.2.20.8.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tard. en v. act. Gr.Nyss.Eun.3.7.1, Anon.Mirac.Thecl.15.40, Ast.Am.Hom.4.4.3]
1 intr. fondear, echar el ancla (νῆες) αὐτόσε ἐγκαθορμισάμεναι Th.4.1, cf. Apollod.1.9.23, ἀνέφηνεν ... τῷ πελάγει ἐγκαθορμίζεσθαι Philostr.Her.71.11, ὡς δ' οὐδεὶς αἰγιαλὸς ἐγκαθορμίσασθαι αὐτοῖς ἀσφαλὴς εὑρίσκετο D.C.48.49.5, cf. Arr.Ind.40.10, ὡς μὴ ἐς τῶν λιμένων τινὰ ἐγκαθορμισθῆναι τῶν πολεμίων τὸν στόλον Arr.An.2.20.8, fig. ὥσπερ λιμέσιν εὐδίοις ... ταῖς ἀκοαῖς τῶν μανθανόντων ὁ λόγος ἐγκαθορμίζεται Basil.Hom.23.1.
2 tr. en v. act. fondear, anclar la nave (τὴν ναῦν) ἐκείνοις ... τοῖς τόποις Anon.l.c., en sent. fig. τῷ λιμένι τῆς ἀληθείας ... τὸν λόγον Gr.Nyss.l.c., de un río que deja sus aguas en el mar μέχρις ἂν ὁ τελευταῖος (ποταμός) τῷ βάθει καὶ τῷ πλάτει τῆς θαλάσσης ἐγκαθορμίσῃ τὸ ὕδωρ Ast.Am.l.c.

French (Bailly abrégé)

f. ἐγκαθορμίσομαι;
entrer dans le port.
Étymologie: ἐν, καθορμίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαθορμίζομαι: входить в порт, становиться на якорь (ἐγκαθορμισάμεναι αὐτόσε αἱ νῆες Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθορμίζομαι: μέσ., εἰσέρχομαι εἰς τὸν λιμένα, ἀγκυροβολῶ, αὐτόσε Θουκ. 4. 1, πρβλ. Δίωνα Κ. 48. 49· οὕτως ἀόρ. παθ., Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 20, 8.

Greek Monotonic

ἐγκαθορμίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Μέσ., εισέρχομαι στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, αγκυροβολώ, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. Attic ιοῦμαι
Mid. to run into harbour, come to anchor, Thuc.