ἰδιοφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idiofeggis
|Transliteration C=idiofeggis
|Beta Code=i)diofeggh/s
|Beta Code=i)diofeggh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">self-shining</b>, of the moon, v.l. in <span class="title">Placit.</span>2.28.4.</span>
|Definition=ἰδιοφεγγές, [[self-shining]], of the moon, [[varia lectio|v.l.]] in ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.28.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιοφεγγής''': -ές, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] φέγγων, ἔχων [[ἴδιον]] [[φέγγος]], ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἀντιφῶν ἰδιοφεγγῆ τὴν Σελήνην Στοβ. Ἐκλογ. 1. 556.
|lstext='''ἰδιοφεγγής''': -ές, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] φέγγων, ἔχων [[ἴδιον]] [[φέγγος]], ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἀντιφῶν ἰδιοφεγγῆ τὴν Σελήνην Στοβ. Ἐκλογ. 1. 556.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰδιοφεγγής]], -ές (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτός που έχει δικό του [[φέγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]], το «φως»), [[πρβλ]]. [[ηλιοφεγγής]], [[χρυσοφεγγής]]]·
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐοφεγγής Medium diacritics: ἰδιοφεγγής Low diacritics: ιδιοφεγγής Capitals: ΙΔΙΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: idiophengḗs Transliteration B: idiophengēs Transliteration C: idiofeggis Beta Code: i)diofeggh/s

English (LSJ)

ἰδιοφεγγές, self-shining, of the moon, v.l. in Placit.2.28.4.

German (Pape)

[Seite 1237] ές, mit eigenem Lichte leuchtend, Stob. ecl. phys.1 p. 556.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιοφεγγής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ φέγγων, ἔχων ἴδιον φέγγος, ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἀντιφῶν ἰδιοφεγγῆ τὴν Σελήνην Στοβ. Ἐκλογ. 1. 556.

Greek Monolingual

ἰδιοφεγγής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιοφεγγής, χρυσοφεγγής