χορδεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chordeyo
|Transliteration C=chordeyo
|Beta Code=xordeu/w
|Beta Code=xordeu/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make into sausages]]: metaph., <b class="b3">χ. τὰ πράγματα</b> [[make mince-meat of]] state-affairs, ib.<span class="bibl">214</span>.</span>
|Definition=[[make into sausages]]: metaph., <b class="b3">χ. τὰ πράγματα</b> [[make mince-meat of]] state-affairs, ib.214.
}}
{{bailly
|btext=faire du boudin ; <i>fig.</i> χ. τὰ πράγματα manipuler les affaires publiques comme de la chair à andouille.<br />'''Étymologie:''' [[χορδή]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Wurst]] [[machen]]</i>; [[komisch]] übertragen, χορδεύειν τὰ πράγματα, <i>die [[Staatsangelegenheiten]] wie Wurstfleisch durcheinanderhacken und [[rühren]]</i>, Ar. <i>Eq</i>. 214.
}}
{{elru
|elrutext='''χορδεύω:''' [[приготовлять колбасы]]: χ. τὰ πράγματα ἅπαντα ирон. Arph. ворочать государственными делами.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χορδεύω''': [[κατασκευάζω]] ἀλλᾶντας· μεταφ. χ. τὰ πράγματα, «χόρδευε, τέμνε, [[τουτέστι]] σύμπλεκε ἀλλήλοις καὶ συγκυκα· τὰ γὰρ ἔντερα τῶν τετραπόδων χορδὰς καλοῦσιν. ἀπὸ τῆς τέχνης οὖν τοῦ ἀλλαντοπώλου τὸ [[ὄνομα]] εἴρηται. [[ὥσπερ]] γὰρ γεμίζεις καὶ πληροῖς τὰ ἔντερα παντὸς τοῦ φυράματος, οὕτω χόρδευε καὶ τάραττε καὶ τὰ πολιτικὰ, καὶ συντάραττε καὶ σύμφυρε τὰ πράγματα» (Σουΐδ.). Ἀριστ. Ἱππ. 214· πρβλ. [[καταχορδεύω]].
|lstext='''χορδεύω''': [[κατασκευάζω]] ἀλλᾶντας· μεταφ. χ. τὰ πράγματα, «χόρδευε, τέμνε, [[τουτέστι]] σύμπλεκε ἀλλήλοις καὶ συγκυκα· τὰ γὰρ ἔντερα τῶν τετραπόδων χορδὰς καλοῦσιν. ἀπὸ τῆς τέχνης οὖν τοῦ ἀλλαντοπώλου τὸ [[ὄνομα]] εἴρηται. [[ὥσπερ]] γὰρ γεμίζεις καὶ πληροῖς τὰ ἔντερα παντὸς τοῦ φυράματος, οὕτω χόρδευε καὶ τάραττε καὶ τὰ πολιτικὰ, καὶ συντάραττε καὶ σύμφυρε τὰ πράγματα» (Σουΐδ.). Ἀριστ. Ἱππ. 214· πρβλ. [[καταχορδεύω]].
}}
{{bailly
|btext=faire du boudin ; <i>fig.</i> χ. τὰ πράγματα manipuler les affaires publiques comme de la chair à andouille.<br />'''Étymologie:''' [[χορδή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χορδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, φτιάχνω λουκάνικα· μεταφ., [[χορδεύω]] τὰ πράγματα, φτιάχνω [[κρεατόπιτα]], από διάφορα κομμάτια κρέατος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χορδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, φτιάχνω λουκάνικα· μεταφ., [[χορδεύω]] τὰ πράγματα, φτιάχνω [[κρεατόπιτα]], από διάφορα κομμάτια κρέατος, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χορδεύω:''' [[приготовлять колбасы]]: χ. τὰ πράγματα ἅπαντα ирон. Arph. ворочать государственными делами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χορδεύω]],<br />to make [[into]] sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα to make [[mince]]-[[meat]] of [[state]]-affairs, Ar.
|mdlsjtxt=[[χορδεύω]],<br />to make [[into]] sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα to make [[mince]]-[[meat]] of [[state]]-affairs, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορδεύω Medium diacritics: χορδεύω Low diacritics: χορδεύω Capitals: ΧΟΡΔΕΥΩ
Transliteration A: chordeúō Transliteration B: chordeuō Transliteration C: chordeyo Beta Code: xordeu/w

English (LSJ)

make into sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα make mince-meat of state-affairs, ib.214.

French (Bailly abrégé)

faire du boudin ; fig. χ. τὰ πράγματα manipuler les affaires publiques comme de la chair à andouille.
Étymologie: χορδή.

German (Pape)

Wurst machen; komisch übertragen, χορδεύειν τὰ πράγματα, die Staatsangelegenheiten wie Wurstfleisch durcheinanderhacken und rühren, Ar. Eq. 214.

Russian (Dvoretsky)

χορδεύω: приготовлять колбасы: χ. τὰ πράγματα ἅπαντα ирон. Arph. ворочать государственными делами.

Greek (Liddell-Scott)

χορδεύω: κατασκευάζω ἀλλᾶντας· μεταφ. χ. τὰ πράγματα, «χόρδευε, τέμνε, τουτέστι σύμπλεκε ἀλλήλοις καὶ συγκυκα· τὰ γὰρ ἔντερα τῶν τετραπόδων χορδὰς καλοῦσιν. ἀπὸ τῆς τέχνης οὖν τοῦ ἀλλαντοπώλου τὸ ὄνομα εἴρηται. ὥσπερ γὰρ γεμίζεις καὶ πληροῖς τὰ ἔντερα παντὸς τοῦ φυράματος, οὕτω χόρδευε καὶ τάραττε καὶ τὰ πολιτικὰ, καὶ συντάραττε καὶ σύμφυρε τὰ πράγματα» (Σουΐδ.). Ἀριστ. Ἱππ. 214· πρβλ. καταχορδεύω.

Greek Monolingual

ΜΑ χορδή
κατασκευάζω λουκάνικα ή πλέκω έντερα.

Greek Monotonic

χορδεύω: μέλ. -σω, φτιάχνω λουκάνικα· μεταφ., χορδεύω τὰ πράγματα, φτιάχνω κρεατόπιτα, από διάφορα κομμάτια κρέατος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χορδεύω,
to make into sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα to make mince-meat of state-affairs, Ar.