ἐπιμηνίω: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiminio | |Transliteration C=epiminio | ||
|Beta Code=e)pimhni/w | |Beta Code=e)pimhni/w | ||
|Definition=to [[be angry with]], Πριάμῳ ἐπεμήνῐε δίῳ | |Definition=to [[be angry with]], Πριάμῳ ἐπεμήνῐε δίῳ Il.13.460, cf. App. ''BC''3.55; τινὶ τῶν γεγονότων Id.''Mith.''55. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
to be angry with, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε δίῳ Il.13.460, cf. App. BC3.55; τινὶ τῶν γεγονότων Id.Mith.55.
German (Pape)
[Seite 963] zürnen auf, τινί, Il. 13, 460; τινί τι, auf Jemand wegen Etwas, App. Civ. 3, 55.
French (Bailly abrégé)
être irrité contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, μηνίω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμηνίω: сердиться, гневаться (τινί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμηνίω: εἶμαι ὠργισμένος ἐναντίον τινός, Πριάμῳ ἐπεμήνϊε δίῳ Ἰλ. Ν. 460· τινί τι, πρός τινα ἕνεκά τινος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 55.
English (Autenrieth)
only ipf., was at feud with, Il. 13.460†.
Greek Monolingual
ἐπιμηνίω (Α)
οργίζομαι εναντίον κάποιου («ἀεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηνίω «οργίζομαι» (< μήνις, «οργή»)].
ἐπιμηνιῶ, -άω (Μ)
επιμηνίω.
Greek Monotonic
ἐπιμηνίω: είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
to be angry with, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε Il.