ῥυτόν: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ryton
|Transliteration C=ryton
|Beta Code=r(uto/n
|Beta Code=r(uto/n
|Definition=τό,= <b class="b3">πήγανον</b>, <span class="bibl">Cratin.270</span>; cf. [[ῥυτή]].<br /><span class="bld">ῥῠτόν</span>, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ῥῠτός]] <span class="bibl">11</span>.</span>
|Definition=τό, = [[πήγανον]], Cratin.270; cf. [[ῥυτή]].<br><span class="bld">ῥῠτόν</span>, τό, v. [[ῥυτός|ῥῠτός]] ''ΙΙ''.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br />rhyton, <i>vase à boire en forme de corne</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυτός]]².
}}
{{pape
|ptext=τὸ, <i>ein [[Trinkgefäß]]</i>, s. [[ῥυτός]] 2).
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῠτόν:''' τό [[ῥυτός]] II] рог (рогообразный сосуд для вина) Dem., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῡτόν''': τό, = [[πήγανον]], Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ῥυτά]]· τὰ στέμφυλα».
|lstext='''ῥῡτόν''': τό, = [[πήγανον]], Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ῥυτά]]· τὰ στέμφυλα».
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br />rhyton, <i>vase à boire en forme de corne</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυτός]]².
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[απήγανος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[ῥυτά]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ στέμφυλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με [[ρυτή]], αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[απήγανος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[ῥυτά]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ στέμφυλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με [[ρυτή]], αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥῠτόν:''' τό (*ῥύω=[[ἐρύω]])·<br /><b class="num">I.</b> = [[ῥυτήρ]], [[χαλινάρι]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ῥέω]]), το [[ποτήρι]] που κατέληγε σε μια [[άκρη]] με μικρή [[τρύπα]], από την οποία έρρεε ο [[οίνος]], σε Δημ.
|lsmtext='''ῥῠτόν:''' τό (*ῥύω=[[ἐρύω]])·<br /><b class="num">I.</b> = [[ῥυτήρ]], [[χαλινάρι]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ῥέω]]), το [[ποτήρι]] που κατέληγε σε μια [[άκρη]] με μικρή [[τρύπα]], από την οποία έρρεε ο [[οίνος]], σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥῠτόν, οῦ, [*ῥύω, [[ἐρύω]] = [[ῥυτήρ]]<br /><b class="num">I.</b> a [[rein]], Hes.<br /><b class="num">II.</b> (ῥέὠ a [[drinking]]-cup, [[running]] to a [[point]] with a [[small]] [[hole]], [[through]] [[which]] the [[wine]] ran, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡτόν Medium diacritics: ῥυτόν Low diacritics: ρυτόν Capitals: ΡΥΤΟΝ
Transliteration A: rhytón Transliteration B: rhyton Transliteration C: ryton Beta Code: r(uto/n

English (LSJ)

τό, = πήγανον, Cratin.270; cf. ῥυτή.
ῥῠτόν, τό, v. ῥῠτός ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
rhyton, vase à boire en forme de corne.
Étymologie: ῥυτός².

German (Pape)

τὸ, ein Trinkgefäß, s. ῥυτός 2).

Russian (Dvoretsky)

ῥῠτόν: τό ῥυτός II] рог (рогообразный сосуд для вина) Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡτόν: τό, = πήγανον, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, ἔνθα ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «ῥυτά· τὰ στέμφυλα».

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. το φυτό απήγανος
2. στον πληθ. τὰ ῥυτά
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ρυτή, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].

Greek Monotonic

ῥῠτόν: τό (*ῥύω=ἐρύω
I. = ῥυτήρ, χαλινάρι, σε Ησίοδ.
II. (ῥέω), το ποτήρι που κατέληγε σε μια άκρη με μικρή τρύπα, από την οποία έρρεε ο οίνος, σε Δημ.

Middle Liddell

ῥῠτόν, οῦ, [*ῥύω, ἐρύω = ῥυτήρ
I. a rein, Hes.
II. (ῥέὠ a drinking-cup, running to a point with a small hole, through which the wine ran, Dem.