χαλκόπλευρος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkoplevros | |Transliteration C=chalkoplevros | ||
|Beta Code=xalko/pleuros | |Beta Code=xalko/pleuros | ||
|Definition= | |Definition=χαλκόπλευρον, [[with sides of bronze]], <b class="b3">τύπωμα χ.</b>, of a cinerary urn, S.''El.''54. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
χαλκόπλευρον, with sides of bronze, τύπωμα χ., of a cinerary urn, S.El.54.
German (Pape)
[Seite 1331] mit ehernen od. kupfernen Seiten, κτύπωμα, Urne, Soph. El. 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux flancs d'airain (urne).
Étymologie: χαλκός, πλευρά.
Russian (Dvoretsky)
χαλκόπλευρος: меднобокий (τύπωμα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πλευρὰς ἐκ χαλκοῦ, τύπωμα χαλκ., ἐπὶ τεφροδόχου κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. μονόπλευρος, χρυσόπλευρος].
Greek Monotonic
χαλκόπλευρος: -ον (πλευρά), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, τύπωμα χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο κάλπη, σε Σοφ.
Middle Liddell
χαλκό-πλευρος, ον, πλευρά
with sides of brass, τύπωμα χαλκ., of a cinerary urn, Soph.