ἐκπροχέω: Difference between revisions
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekprocheo | |Transliteration C=ekprocheo | ||
|Beta Code=e)kproxe/w | |Beta Code=e)kproxe/w | ||
|Definition=[[pour forth]], ἰαχάν | |Definition=[[pour forth]], ἰαχάν ''AP''7.201 (Pamph.); [[πλοκάμους]] ib.22 (Simm.); ὄσσων δάκρυον ''IG''14.2123. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
pour forth, ἰαχάν AP7.201 (Pamph.); πλοκάμους ib.22 (Simm.); ὄσσων δάκρυον IG14.2123.
Spanish (DGE)
1 derramar c. ac. y gen. ὄσσων ἀέναον δάκρυον ἐκπροχέων IUrb.Rom.1379.6 (II/III d.C.), fig. χλοεροὺς ἐκπροχέων πλοκάμους derramando verdosas cabelleras de la hiedra AP 7.22 (Simm.).
2 lanzar οὐκέτι ... ἁδεῖαν μέλπων ἐκπροχέεις ἰαχάν AP 7.201 (Pamph.).
German (Pape)
[Seite 777] (s. χέω), ausgießen; λοιβάς Orph. Arg. 573; übertr. ἰαχάν, ertönen lassen, Pamphil. 2 (VII, 201); πλοκάμους, ausbreiten, Simm. 2 (VII, 22).
French (Bailly abrégé)
épancher, répandre.
Étymologie: ἐκ, προχέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπροχέω:
1 досл. разливать, перен. раскидывать (χλοεροὺς πλοκάμους Anth.);
2 распевать (ἁδεῖαν ἰαχάν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχέω πρὸς τὰ ἐμπρός, λοιβὰς ἐκπροχέων Ὀρφ. Ἀργ. 573· ἐκπρ. ἰαχὰν Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀφίνω νὰ χυθῇ τι, νὰ πέσῃ, πλοκάμους ἀυτόθι 22· ὄσσων δάκρυον Ἐπιγράμμ. ἑλλ. 562. 6.
Greek Monolingual
ἐκπροχέω (Α)
1. αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων»)
2. βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν»)
3. αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους»).
Greek Monotonic
ἐκπροχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω έξω, σε Ανθ.