ἐμπίεσμα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empiesma | |Transliteration C=empiesma | ||
|Beta Code=e)mpi/esma | |Beta Code=e)mpi/esma | ||
|Definition=ατος, τό, [[depressed cranial fracture]], | |Definition=-ατος, τό, [[depressed cranial fracture]], Id.''Fract.''6, Heliod. ap. Orib.46.14.1, Paul.Aeg.6.90. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[fractura deprimida]] craneal, Sor.<i>Fract</i>.1, 6, 9, cf. Heliod. en Orib.46.14.1, Paul.Aeg.6.90.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπίεσμα''': τό, [[πίεσις]], [[ῥῆξις]] τοῦ ἐγκεφάλου, Γαλην. | |lstext='''ἐμπίεσμα''': τό, [[πίεσις]], [[ῥῆξις]] τοῦ ἐγκεφάλου, Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐμπίεσμα]])<br /><b>1.</b> αυτό που έχει προκληθεί από [[πίεση]] [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[κάταγμα]] πλατέος οστού με [[υποχώρηση]] του σπασμένου τμήματος [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θλάση]] ή [[εκδορά]] στην εσωτερική [[επιφάνεια]] τών [[πίσω]] ποδιών του ίππου. | |mltxt=το (AM [[ἐμπίεσμα]])<br /><b>1.</b> αυτό που έχει προκληθεί από [[πίεση]] [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[κάταγμα]] πλατέος οστού με [[υποχώρηση]] του σπασμένου τμήματος [[προς]] τα [[μέσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θλάση]] ή [[εκδορά]] στην εσωτερική [[επιφάνεια]] τών [[πίσω]] ποδιών του ίππου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, depressed cranial fracture, Id.Fract.6, Heliod. ap. Orib.46.14.1, Paul.Aeg.6.90.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
fractura deprimida craneal, Sor.Fract.1, 6, 9, cf. Heliod. en Orib.46.14.1, Paul.Aeg.6.90.1.
German (Pape)
[Seite 812] τό, das Eingedrückte, bes. Hirnschalenbruch, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπίεσμα: τό, πίεσις, ῥῆξις τοῦ ἐγκεφάλου, Γαλην.
Greek Monolingual
το (AM ἐμπίεσμα)
1. αυτό που έχει προκληθεί από πίεση προς τα μέσα
2. κάταγμα πλατέος οστού με υποχώρηση του σπασμένου τμήματος προς τα μέσα
νεοελλ.
θλάση ή εκδορά στην εσωτερική επιφάνεια τών πίσω ποδιών του ίππου.