συνουσιαστής: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synousiastis
|Transliteration C=synousiastis
|Beta Code=sunousiasth/s
|Beta Code=sunousiasth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[companion]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Min.</span>319e</span>; [[disciple]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.6.1</span>, Plu.2.8b.</span>
|Definition=συνουσιαστοῦ, ὁ, [[companion]], Pl.''Min.''319e; [[disciple]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.6.1, Plu.2.8b.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνουσιαστής''': -οῦ, ὁ, [[σύντροφος]], [[ἑταῖρος]], Πλουτ. [[Μίνως]] 319Ε· [[μαθητής]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. οἱ συνουσιασταί, αἵρεσίς τις Χριστιανῶν δοξαζόντων ὅτι ἡ [[θεία]] καὶ ἀνθρωπίνη [[φύσις]] ἦσαν ἐν Χριστῷ ἡνωμέναι κατ’ οὐσίαν, Ἐκκλ.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui a des relations d'intimité avec qqn ; <i>particul.</i> [[qui suit les leçons d'un maître]], [[écolier]].<br />'''Étymologie:''' [[συνουσιάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνουσιαστής -οῦ, [συνουσιάζω] [[metgezel]]; [[leerling]]. Xen. Mem. 1.6.1.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Gesellschafter]], der [[Umgang]] mit Einem hat</i>, Plat. <i>Min</i>. 319e; <i>[[Schüler]]</i>, Xen. <i>Mem</i>. 1.6.1, oft, und Sp.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οῦ () :<br />qui a des relations d’intimité avec qqn ; <i>particul.</i> qui suit les leçons d’un maître, écolier.<br />'''Étymologie:''' [[συνουσιάζω]].
|elrutext='''συνουσιαστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[собеседник]], [[сотоварищ]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[ученик]], [[слушатель]] Xen., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''συνουσιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[σύντροφος]], [[εταίρος]], [[οπαδός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνουσιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[σύντροφος]], [[εταίρος]], [[οπαδός]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνουσιαστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> собеседник, сотоварищ Plat.;<br /><b class="num">2)</b> ученик, слушатель Xen., Plut.
|lstext='''συνουσιαστής''': -οῦ, ὁ, [[σύντροφος]], [[ἑταῖρος]], Πλουτ. [[Μίνως]] 319Ε· [[μαθητής]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. οἱ συνουσιασταί, αἵρεσίς τις Χριστιανῶν δοξαζόντων ὅτι ἡ [[θεία]] καὶ ἀνθρωπίνη [[φύσις]] ἦσαν ἐν Χριστῷ ἡνωμέναι κατ’ οὐσίαν, Ἐκκλ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνουσιαστής -οῦ, ὁ [συνουσιάζω] metgezel; leerling. Xen. Mem. 1.6.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνουσιαστής]], οῦ, ὁ, [from [[συνουσία]]<br />a [[companion]], [[disciple]], Xen.
|mdlsjtxt=[[συνουσιαστής]], οῦ, ὁ, [from [[συνουσία]]<br />a [[companion]], [[disciple]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνουσιαστής Medium diacritics: συνουσιαστής Low diacritics: συνουσιαστής Capitals: ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: synousiastḗs Transliteration B: synousiastēs Transliteration C: synousiastis Beta Code: sunousiasth/s

English (LSJ)

συνουσιαστοῦ, ὁ, companion, Pl.Min.319e; disciple, X.Mem.1.6.1, Plu.2.8b.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui a des relations d'intimité avec qqn ; particul. qui suit les leçons d'un maître, écolier.
Étymologie: συνουσιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνουσιαστής -οῦ, ὁ [συνουσιάζω] metgezel; leerling. Xen. Mem. 1.6.1.

German (Pape)

ὁ, Gesellschafter, der Umgang mit Einem hat, Plat. Min. 319e; Schüler, Xen. Mem. 1.6.1, oft, und Sp.

Russian (Dvoretsky)

συνουσιαστής: οῦ ὁ
1 собеседник, сотоварищ Plat.;
2 ученик, слушатель Xen., Plut.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συνουσιάζω
νεοελλ.
αυτός που έρχεται σε σαρκική επαφή με κάποιον
αρχ.
1. σύντροφος («συνουσιαστὴν τοῦ Διὸς εἶναι τὸν Μίνων», Πλάτ.)
2. μαθητής
3. στον πληθ. οἱ συνουσιασταί
αίρεση σύμφωνα με την οποία η θεία και η ανθρώπινη φύση ήταν στον Χριστό ενωμένες κατ' ουσίαν.

Greek Monotonic

συνουσιαστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος, εταίρος, οπαδός, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνουσιαστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος, ἑταῖρος, Πλουτ. Μίνως 319Ε· μαθητής, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. οἱ συνουσιασταί, αἵρεσίς τις Χριστιανῶν δοξαζόντων ὅτι ἡ θεία καὶ ἀνθρωπίνη φύσις ἦσαν ἐν Χριστῷ ἡνωμέναι κατ’ οὐσίαν, Ἐκκλ.

Middle Liddell

συνουσιαστής, οῦ, ὁ, [from συνουσία
a companion, disciple, Xen.