ὑπονόθευσις: Difference between revisions
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
(6_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yponothefsis | |Transliteration C=yponothefsis | ||
|Beta Code=u(pono/qeusis | |Beta Code=u(pono/qeusis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[seduction]], [[corruption]], ''CIG''2695b (Mylasa), Procl.''Par.Ptol.''271. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπονόθευσις''': -εως, ἡ, [[δελεασμός]], [[ἀποπλάνησις]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2695Β, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4. 7, σ. 271· ― [[ὡσαύτως]], ὑπονοθευτής, οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, διαφθείρων, ὑπονοθευτὴς τῶν τε οἰκείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 3. 18, σ. 230· γυναικῶν ὑπονοθευτὴς [[αὐτόθι]] 233· καὶ ὑπονοθεύω, [[ὑποφθείρω]], [[διαφθείρω]], Βυζ. ΙΙ. μεταφ., ὑπενόθευσεν ὁ Ἰάσων τὴν ἀρχιερωσύνην Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄. 7). | |lstext='''ὑπονόθευσις''': -εως, ἡ, [[δελεασμός]], [[ἀποπλάνησις]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2695Β, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4. 7, σ. 271· ― [[ὡσαύτως]], ὑπονοθευτής, οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, διαφθείρων, ὑπονοθευτὴς τῶν τε οἰκείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 3. 18, σ. 230· γυναικῶν ὑπονοθευτὴς [[αὐτόθι]] 233· καὶ ὑπονοθεύω, [[ὑποφθείρω]], [[διαφθείρω]], Βυζ. ΙΙ. μεταφ., ὑπενόθευσεν ὁ Ἰάσων τὴν ἀρχιερωσύνην Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄. 7). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[ὑπονοθεύω]]<br />[[αποπλάνηση]], [[ξεγέλασμα]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[seduction]]=== | |||
Armenian: գայթակղում, գայթակղություն; Bulgarian: съблазняване, прелъстяване; Catalan: seducció; Chinese Mandarin: 誘惑/诱惑; Czech: svádění; Danish: forføring; Dutch: [[verleiding]]; Finnish: houkuttelu, viettely; French: [[séduction]]; Galician: sedución; German: [[Verführung]]; Gothic: 𐌿𐍃𐍅𐌰𐌽𐌳𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: [[αποπλάνηση]], [[ξελόγιασμα]]; Ancient Greek: [[διαφθορά]], [[διαφθορή]], [[ἠπερόπευμα]], [[θέλγητρον]], [[μαγγάνευμα]], [[οἰκοφθορία]], [[ὄλεθρος]], [[παραγωγή]], [[ὑπονόθευσις]], [[ὑποφθορά]], [[φθορά]], [[φθορή]]; Japanese: 誘惑; Korean: 유혹; Latin: [[inlectamentum]]; Malay: penggodaan; Maori: hīangatanga; Plautdietsch: Vefierunk; Polish: uwodzenie; Portuguese: [[sedução]]; Russian: [[обольщение]], [[совращение]], [[соблазн]]; Spanish: [[seducción]]; Telugu: ప్రలోభము; Vietnamese: sự quyến rũ, sự dụ dỗ | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, seduction, corruption, CIG2695b (Mylasa), Procl.Par.Ptol.271.
German (Pape)
[Seite 1227] εως, ἡ, Verführung, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονόθευσις: -εως, ἡ, δελεασμός, ἀποπλάνησις, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2695Β, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4. 7, σ. 271· ― ὡσαύτως, ὑπονοθευτής, οῦ, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, διαφθείρων, ὑπονοθευτὴς τῶν τε οἰκείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 3. 18, σ. 230· γυναικῶν ὑπονοθευτὴς αὐτόθι 233· καὶ ὑπονοθεύω, ὑποφθείρω, διαφθείρω, Βυζ. ΙΙ. μεταφ., ὑπενόθευσεν ὁ Ἰάσων τὴν ἀρχιερωσύνην Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄. 7).
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α ὑπονοθεύω
αποπλάνηση, ξεγέλασμα.
Translations
seduction
Armenian: գայթակղում, գայթակղություն; Bulgarian: съблазняване, прелъстяване; Catalan: seducció; Chinese Mandarin: 誘惑/诱惑; Czech: svádění; Danish: forføring; Dutch: verleiding; Finnish: houkuttelu, viettely; French: séduction; Galician: sedución; German: Verführung; Gothic: 𐌿𐍃𐍅𐌰𐌽𐌳𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: αποπλάνηση, ξελόγιασμα; Ancient Greek: διαφθορά, διαφθορή, ἠπερόπευμα, θέλγητρον, μαγγάνευμα, οἰκοφθορία, ὄλεθρος, παραγωγή, ὑπονόθευσις, ὑποφθορά, φθορά, φθορή; Japanese: 誘惑; Korean: 유혹; Latin: inlectamentum; Malay: penggodaan; Maori: hīangatanga; Plautdietsch: Vefierunk; Polish: uwodzenie; Portuguese: sedução; Russian: обольщение, совращение, соблазн; Spanish: seducción; Telugu: ప్రలోభము; Vietnamese: sự quyến rũ, sự dụ dỗ