μαγγάνευμα

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαγγᾰνευμα Medium diacritics: μαγγάνευμα Low diacritics: μαγγάνευμα Capitals: ΜΑΓΓΑΝΕΥΜΑ
Transliteration A: mangáneuma Transliteration B: manganeuma Transliteration C: magganevma Beta Code: magga/neuma

English (LSJ)

-ατος, τό, trickery, in plural, Pl.Grg. 484a, Lg.933c; φάρμακα καὶ μ. quack remedies, Max.Tyr.23.3; of women, meretricious arts, Plu.Ant.25.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sortilège, incantation, enchantement.
Étymologie: μαγγανεύω.

German (Pape)

τό, Zauberei, Gaukelei; Plat. vrbdt τὰ ἡμέτερα γράμματα καὶ μαγγανεύματα καὶ ἐπῳδαί, Gorg. 484a, vgl. Legg. XI.933c; ἐν τοῖς περὶ αὑτὴν μαγγανεύμασι καὶ φίλτροις ἐλπίδας θεμένη, von der Kleopatra, Plut. Anton. 25. Vgl. Spanh. zu Ar. Plut. 310.

Russian (Dvoretsky)

μαγγάνευμα: ατος (γᾰ) τό ворожба, фокус, тж. хитрая уловка Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μαγγάνευμα: τό, ἔργον μαγγανείας, μαγεία, γοητεία, ἀπάτη, Πλάτ. Γοργ. 484Α, Νόμ. 933C· ἐπὶ γυναικείων τεχνασμάτων, Πλουτ. Ἀντ. 25.

Greek Monolingual

το (AM μαγγάνευμα) μαγγανεύω
μαγγανεία, απάτη, αγυρτεία, μαγεία («τὰ ἡμέτερα γράμματα καὶ μαγγανεύματα καὶ ἐπῳδαί», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μαγγάνευμα: -ατος, τό, εξάρτημα ταχυδακτυλουργού· πληθ., ταχυδακτυλουργίες, οφθαλμικές απάτες, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μαγγάνευμα, ατος, εος,
a piece of jugglery; in plural juggleries, deceptions, Plat. [from μαγγᾰνεύω]

Translations

seduction

Armenian: գայթակղում, գայթակղություն; Bulgarian: съблазняване, прелъстяване; Catalan: seducció; Chinese Mandarin: 誘惑/诱惑; Czech: svádění; Danish: forføring; Dutch: verleiding; Finnish: houkuttelu, viettely; French: séduction; Galician: sedución; German: Verführung; Gothic: 𐌿𐍃𐍅𐌰𐌽𐌳𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: αποπλάνηση, ξελόγιασμα; Ancient Greek: διαφθορά, διαφθορή, ἠπερόπευμα, θέλγητρον, μαγγάνευμα, οἰκοφθορία, ὄλεθρος, παραγωγή, ὑπονόθευσις, ὑποφθορά, φθορά, φθορή; Japanese: 誘惑; Korean: 유혹; Latin: inlectamentum; Malay: penggodaan; Maori: hīangatanga; Plautdietsch: Vefierunk; Polish: uwodzenie; Portuguese: sedução; Russian: обольщение, совращение, соблазн; Spanish: seducción; Telugu: ప్రలోభము; Vietnamese: sự quyến rũ, sự dụ dỗ