χεριάρης: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheriaris
|Transliteration C=cheriaris
|Beta Code=xeria/rhs
|Beta Code=xeria/rhs
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[skilled in fitting with the hand]], [[dexterous]], τέκτονες <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>5.35</span>.
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[skilled in fitting with the hand]], [[dexterous]], τέκτονες Pi.''P.''5.35.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερῐάρης Medium diacritics: χεριάρης Low diacritics: χεριάρης Capitals: ΧΕΡΙΑΡΗΣ
Transliteration A: cheriárēs Transliteration B: cheriarēs Transliteration C: cheriaris Beta Code: xeria/rhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, skilled in fitting with the hand, dexterous, τέκτονες Pi.P.5.35.

German (Pape)

[Seite 1349] ὁ, = χερήρης, τέκτονες, Pind. P. 5, 35.

French (Bailly abrégé)

αρα;
adj. m.
adroit de ses mains, habile.
Étymologie: χείρ, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

χεριάρης: άρᾱ (ᾰρ) adj. ловко работающий руками, искусный (τέκτονες Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ, δεξιός, ἔμπειρος εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επιδέξιος στα χέρια, δεξιοτέχνης («χεριαρᾱν τεκτόνων δαίδαλα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < χείρ + ἀραρίσκω «εφαρμόζω, συνάπτω»].

Greek Monotonic

χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀραρίσκω), επιδέξιος στα χειρωνακτικά έργα, επιδέξιος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χερι-ᾰ́ρης, ου, ὁ, ἀραρίσκω
skilled in fitting with the hand, dexterous, Pind.