δυσσύνοπτος: Difference between revisions
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dyssynoptos | |Transliteration C=dyssynoptos | ||
|Beta Code=dussu/noptos | |Beta Code=dussu/noptos | ||
|Definition= | |Definition=δυσσύνοπτον, [[hard to get a view of]], Plb.3.84.2, etc.: metaph., Iamb.''VP''30.182. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à voir d'ensemble, difficile à distinguer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[σύνοπτος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[difficile à voir d'ensemble]], [[difficile à distinguer]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[σύνοπτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσσύνοπτος:''' [[с трудом обозримый]], [[плохо видный]] (ἡ κατὰ τὸν ἀέρα [[περίστασις]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσσύνοπτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς τη [[θέαση]], [[δυσθεώρητος]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''δυσσύνοπτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς τη [[θέαση]], [[δυσθεώρητος]], σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]][[σύνοπτος]], ον<br />[[hard]] to get a [[view]] of, Polyb. | |mdlsjtxt=[[δυσ-]][[σύνοπτος]], ον<br />[[hard]] to get a [[view]] of, Polyb. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσσύνοπτον, hard to get a view of, Plb.3.84.2, etc.: metaph., Iamb.VP30.182.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de divisar, poco visible δ. ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Plb.3.84.2, ποταμός Plb.8.26.6
•de abstr. difícil de captar δυσθεώρητον δ' εἶναι καὶ δυσσύνοπτον τῆς ἀρχῆς φύσιν Iambl.VP 182, τὰ πάθη Gal.19.538.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu übersehen, zu erkennen; ποταμός Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ δυσθεώρητος Iambl.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à voir d'ensemble, difficile à distinguer.
Étymologie: δυσ-, σύνοπτος.
Russian (Dvoretsky)
δυσσύνοπτος: с трудом обозримый, плохо видный (ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσσύνοπτος: -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, δυσθεώρητος· ἀντίθ. εὐσύνοπτος, Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσσύνοπτος, -ον)
νεοελλ.
(για θεωρία, αφήγηση κ.λπ.) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συνοψίσει
αρχ.
αυτός που γίνεται δύσκολα αντιληπτός («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.).
Greek Monotonic
δυσσύνοπτος: -ον, δύσκολος ως προς τη θέαση, δυσθεώρητος, σε Πολύβ.