δυσσύνοπτος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dyssynoptos | |Transliteration C=dyssynoptos | ||
|Beta Code=dussu/noptos | |Beta Code=dussu/noptos | ||
|Definition= | |Definition=δυσσύνοπτον, [[hard to get a view of]], Plb.3.84.2, etc.: metaph., Iamb.''VP''30.182. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de divisar]], [[poco visible]] δ. ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Plb.3.84.2, ποταμός Plb.8.26.6<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[difícil de captar]] δυσθεώρητον δ' εἶναι καὶ δυσσύνοπτον τῆς ἀρχῆς φύσιν Iambl.<i>VP</i> 182, τὰ πάθη Gal.19.538. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0688.png Seite 688]] schwer zu übersehen, zu erkennen; [[ποταμός]] Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ [[δυσθεώρητος]] Iambl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0688.png Seite 688]] schwer zu übersehen, zu erkennen; [[ποταμός]] Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ [[δυσθεώρητος]] Iambl. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à voir d'ensemble]], [[difficile à distinguer]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[σύνοπτος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσσύνοπτος:''' [[с трудом обозримый]], [[плохо видный]] (ἡ κατὰ τὸν ἀέρα [[περίστασις]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσσύνοπτος''': -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, [[δυσθεώρητος]]· ἀντίθ. [[εὐσύνοπτος]], Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ. | |lstext='''δυσσύνοπτος''': -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, [[δυσθεώρητος]]· ἀντίθ. [[εὐσύνοπτος]], Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσσύνοπτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[θεωρία]], [[αφήγηση]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να συνοψίσει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται δύσκολα [[αντιληπτός]] («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσσύνοπτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς τη [[θέαση]], [[δυσθεώρητος]], σε Πολύβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]][[σύνοπτος]], ον<br />[[hard]] to get a [[view]] of, Polyb. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσσύνοπτον, hard to get a view of, Plb.3.84.2, etc.: metaph., Iamb.VP30.182.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de divisar, poco visible δ. ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Plb.3.84.2, ποταμός Plb.8.26.6
•de abstr. difícil de captar δυσθεώρητον δ' εἶναι καὶ δυσσύνοπτον τῆς ἀρχῆς φύσιν Iambl.VP 182, τὰ πάθη Gal.19.538.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu übersehen, zu erkennen; ποταμός Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ δυσθεώρητος Iambl.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à voir d'ensemble, difficile à distinguer.
Étymologie: δυσ-, σύνοπτος.
Russian (Dvoretsky)
δυσσύνοπτος: с трудом обозримый, плохо видный (ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσσύνοπτος: -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, δυσθεώρητος· ἀντίθ. εὐσύνοπτος, Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσσύνοπτος, -ον)
νεοελλ.
(για θεωρία, αφήγηση κ.λπ.) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συνοψίσει
αρχ.
αυτός που γίνεται δύσκολα αντιληπτός («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.).
Greek Monotonic
δυσσύνοπτος: -ον, δύσκολος ως προς τη θέαση, δυσθεώρητος, σε Πολύβ.