Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁδηγητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odigitir
|Transliteration C=odigitir
|Beta Code=o(dhghth/r
|Beta Code=o(dhghth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὁδηγός]], <span class="title">Epigr.Gr.</span>779 (Chalcedon), <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>41.6</span>.</span>
|Definition=ὁδηγητῆρος, ὁ, = [[ὁδηγός]] ([[guide]]), ''Epigr.Gr.''779 (Chalcedon), Orph.''H.''41.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0292.png Seite 292]] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Ep. ad. 203 (App. 283).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0292.png Seite 292]] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Ep. ad. 203 (App. 283).
}}
{{ls
|lstext='''ὁδηγητήρ''': -ῆρος, = [[ὁδηγός]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 283, Ὀρφ. Ὕμν. 40. 6.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδηγητήρ:''' ῆρος ὁ Anth. = [[ὁδηγός]] I.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[οδηγήτρια]] και [[οδηγήτρα]] (ΑΜ [[ὁδηγητήρ]], -ῆρος)<br />αυτός που οδηγεί, [[οδηγός]]<br />/ <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθοδηγητής]], ο [[ηγέτης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[οδηγήτρια]]<br />α) σταθερή [[γραμμή]] ή [[καμπύλη]] η οποία χρησιμεύει ως [[οδηγός]] για την [[περιγραφή]] καμπύλης ή επιφάνειας<br />β) <b>τεχνολ.</b> ο [[οδηγός]], η [[ευθυντηρία]]<br />γ) [[αυλάκωση]] της [[κάννης]] του πυροβόλου, [[εντομή]]<br />δ) <b>εκκλ.</b> i) [[προσωνυμία]] της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται<br />ii) [[τύπος]] βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό [[χέρι]] το [[θείο]] [[βρέφος]]<br />iii) [[ονομασία]] διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / <i>τρια</i>. Ο τ. [[ὁδηγητήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[τιμωρητήρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδηγητήρ Medium diacritics: ὁδηγητήρ Low diacritics: οδηγητήρ Capitals: ΟΔΗΓΗΤΗΡ
Transliteration A: hodēgētḗr Transliteration B: hodēgētēr Transliteration C: odigitir Beta Code: o(dhghth/r

English (LSJ)

ὁδηγητῆρος, ὁ, = ὁδηγός (guide), Epigr.Gr.779 (Chalcedon), Orph.H.41.6.

German (Pape)

[Seite 292] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Ep. ad. 203 (App. 283).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδηγητήρ: -ῆρος, = ὁδηγός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 283, Ὀρφ. Ὕμν. 40. 6.

Russian (Dvoretsky)

ὁδηγητήρ: ῆρος ὁ Anth. = ὁδηγός I.

Greek Monolingual

ο, θηλ. οδηγήτρια και οδηγήτρα (ΑΜ ὁδηγητήρ, -ῆρος)
αυτός που οδηγεί, οδηγός
/ νεοελλ.
1. ο καθοδηγητής, ο ηγέτης
2. το θηλ. η οδηγήτρια
α) σταθερή γραμμή ή καμπύλη η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την περιγραφή καμπύλης ή επιφάνειας
β) τεχνολ. ο οδηγός, η ευθυντηρία
γ) αυλάκωση της κάννης του πυροβόλου, εντομή
δ) εκκλ. i) προσωνυμία της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται
ii) τύπος βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό χέρι το θείο βρέφος
iii) ονομασία διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδηγῶ + κατάλ. -της / τρια. Ο τ. ὁδηγητήρ < ὁδηγῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρητήρ)].