λωτοτρόφος: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lototrofos | |Transliteration C=lototrofos | ||
|Beta Code=lwtotro/fos | |Beta Code=lwtotro/fos | ||
|Definition=ον, (<span | |Definition=λωτοτρόφον, ([[λωτός]] ''1'') [[producing lotus]], [[λεῖμαξ]] E.''Ph.''1571 (anap.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui nourrit des fleurs]], [[fleuri]].<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]], [[τρέφω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λωτοτρόφος:''' [[поросший лотосами]], [[цветущий]] ([[λεῖμαξ]] Eur.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λωτοτρόφος''': -ον, ([[λωτὸς]] Ι) παράγων λωτόν, [[λεῖμαξ]] Εὐρ. Φοίν. 1571. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λωτοτρόφος]], -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που [[είναι]] [[εύφορος]] σε λωτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λωτοτρόφος:''' -ον ([[λωτός]] I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λωτο-τρόφος, ον [[λωτός]] I]<br />producing [[lotus]], Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
λωτοτρόφον, (λωτός 1) producing lotus, λεῖμαξ E.Ph.1571 (anap.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit des fleurs, fleuri.
Étymologie: λωτός, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
λωτοτρόφος: поросший лотосами, цветущий (λεῖμαξ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λωτοτρόφος: -ον, (λωτὸς Ι) παράγων λωτόν, λεῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1571.
Greek Monolingual
λωτοτρόφος, -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που είναι εύφορος σε λωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -τρόφος (< τρέφω)].
Greek Monotonic
λωτοτρόφος: -ον (λωτός I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ.