μεγαλόκολπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megalokolpos
|Transliteration C=megalokolpos
|Beta Code=megalo/kolpos
|Beta Code=megalo/kolpos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[full-bosomed]], Νύξ B.<span class="title">Fr.</span>23 (leg. <b class="b3">μελανό-</b>).</span>
|Definition=μεγαλόκολπον, [[full-bosomed]], Νύξ B.''Fr.''23 (leg. <b class="b3">μελανό-</b>).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόκολπος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου το [[ένδυμα]] έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («[[μεγαλόκολπος]] Νύξ», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>κολπος</i>, <i>ευρύ</i>-<i>κολπος</i>)].
|mltxt=[[μεγαλόκολπος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου το [[ένδυμα]] έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («[[μεγαλόκολπος]] Νύξ», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] ([[πρβλ]]. [[βαθύκολπος]], [[ευρύκολπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόκολπος Medium diacritics: μεγαλόκολπος Low diacritics: μεγαλόκολπος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: megalókolpos Transliteration B: megalokolpos Transliteration C: megalokolpos Beta Code: megalo/kolpos

English (LSJ)

μεγαλόκολπον, full-bosomed, Νύξ B.Fr.23 (leg. μελανό-).

German (Pape)

[Seite 106] mit großem Busen, Νύξ, Bacchyl. bei Schol. Ap. Rh. 3, 467, man vermuthet μελάγκολπος.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόκολπος: -ον, ὁ ἔχων μέγαν κόλπον ἢ μεγάλας καὶ βαθείας πτυχὰς (ἐν τῷ ἱματίῳ), Νυκτὸς μεγαλοκόλπου Βακχυλ. Ἀποσπ. 31 [40] Βlass, ἔνθα ἕτεροι μελανοκ-, ἢ μελαγκ-.

Greek Monolingual

μεγαλόκολπος, -ον (Α)
αυτός του οποίου το ένδυμα έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («μεγαλόκολπος Νύξ», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κόλπος (πρβλ. βαθύκολπος, ευρύκολπος)].