πηλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=piloforos
|Transliteration C=piloforos
|Beta Code=phlofo/ros
|Beta Code=phlofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">carrying clay</b> or <b class="b2">mortar</b>, ib.<span class="bibl">1290.3</span> (ii B.C.), <span class="bibl">Poll.7.130</span>, Suid.</span>
|Definition=πηλοφόρον, [[carrying clay]] or [[mortar]], ib.1290.3 (ii B.C.), Poll.7.130, Suid.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] Lehm, Koth tragend, Suid. erkl. χειροτέχναι, μισθωτοί.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui porte du mortier]], [[manœuvre]].<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]], [[φέρω]].
}}
{{ls
|lstext='''πηλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων πηλόν, Πολυδ. Ζ΄, 130. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «πηλοφόροι, χειροτέχναι, μισθωτοί».
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[πηλοφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργάτης]] που μεταφέρει πηλό με το [[πηλοφόρι]], ο [[βοηθός]] κτίστη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει πηλό<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[χειροτέχνης]], [[μισθωτός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηλοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει πηλό.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πηλο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[carrying]] [[clay]].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλοφόρος Medium diacritics: πηλοφόρος Low diacritics: πηλοφόρος Capitals: ΠΗΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pēlophóros Transliteration B: pēlophoros Transliteration C: piloforos Beta Code: phlofo/ros

English (LSJ)

πηλοφόρον, carrying clay or mortar, ib.1290.3 (ii B.C.), Poll.7.130, Suid.

German (Pape)

[Seite 610] Lehm, Koth tragend, Suid. erkl. χειροτέχναι, μισθωτοί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte du mortier, manœuvre.
Étymologie: πηλός, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

πηλοφόρος: -ον, ὁ φέρων πηλόν, Πολυδ. Ζ΄, 130. ― Κατὰ Σουΐδ. «πηλοφόροι, χειροτέχναι, μισθωτοί».

Greek Monolingual

ο / πηλοφόρος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργάτης που μεταφέρει πηλό με το πηλοφόρι, ο βοηθός κτίστη
μσν.-αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει πηλό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτέχνης, μισθωτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -φόρος].

Greek Monotonic

πηλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει πηλό.

Middle Liddell

πηλο-φόρος, ον, φέρω
carrying clay.