διασπαρακτός: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diasparaktos
|Transliteration C=diasparaktos
|Beta Code=diasparakto/s
|Beta Code=diasparakto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">torn to pieces</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>1220</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>12.7</span>.</span>
|Definition=διασπαρακτή, διασπαρακτόν, [[torn to pieces]], E.''Ba.''1220, Ael.''NA''12.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=(διασπᾰρακτός) -ή, -όν<br />[[despedazado]], [[destrozado]] del cuerpo de Penteo, E.<i>Ba</i>.1220<br /><b class="num">•</b>[[troceado]], [[descuartizado]] διασπαρακτὰ κεῖται (κρέα βοῶν) γυμνὰ ὀστῶν Ael.<i>NA</i> 12.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] zerrissen, Eur. Bacch. 1218.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] zerrissen, Eur. Bacch. 1218.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[mis en lambeaux]], [[déchiré]].<br />'''Étymologie:''' [[διασπαράσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] [[aan stukken gescheurd]].
}}
{{elru
|elrutext='''διασπᾰρακτός:''' [[разорванный на части]], [[растерзанный]] ([[σῶμα]] Πενθέως Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διασπαρακτός''': -ή, -όν, κατεσπαραγμένος, εἰς τεμάχια κατεσχισμένος, Εὐρ. Βάκχ. 1220, Αἰλ. π. Ζ. 12. 7.
|lstext='''διασπαρακτός''': -ή, -όν, κατεσπαραγμένος, εἰς τεμάχια κατεσχισμένος, Εὐρ. Βάκχ. 1220, Αἰλ. π. Ζ. 12. 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />mis en lambeaux, déchiré.<br />'''Étymologie:''' [[διασπαράσσω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(διασπᾰρακτός) -ή, -όν<br />[[despedazado]], [[destrozado]]del cuerpo de Penteo, E.<i>Ba</i>.1220<br /><b class="num">•</b>[[troceado]], [[descuartizado]] διασπαρακτὰ κεῖται (κρέα βοῶν) γυμνὰ ὀστῶν Ael.<i>NA</i> 12.7.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασπᾰρακτός:''' -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''διασπᾰρακτός:''' -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [from διασπᾰράσσω]<br />[[torn]] to pieces, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπᾰρακτός Medium diacritics: διασπαρακτός Low diacritics: διασπαρακτός Capitals: ΔΙΑΣΠΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: diasparaktós Transliteration B: diasparaktos Transliteration C: diasparaktos Beta Code: diasparakto/s

English (LSJ)

διασπαρακτή, διασπαρακτόν, torn to pieces, E.Ba.1220, Ael.NA12.7.

Spanish (DGE)

(διασπᾰρακτός) -ή, -όν
despedazado, destrozado del cuerpo de Penteo, E.Ba.1220
troceado, descuartizado διασπαρακτὰ κεῖται (κρέα βοῶν) γυμνὰ ὀστῶν Ael.NA 12.7.

German (Pape)

[Seite 603] zerrissen, Eur. Bacch. 1218.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mis en lambeaux, déchiré.
Étymologie: διασπαράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd.

Russian (Dvoretsky)

διασπᾰρακτός: разорванный на части, растерзанный (σῶμα Πενθέως Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διασπαρακτός: -ή, -όν, κατεσπαραγμένος, εἰς τεμάχια κατεσχισμένος, Εὐρ. Βάκχ. 1220, Αἰλ. π. Ζ. 12. 7.

Greek Monotonic

διασπᾰρακτός: -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

adj [from διασπᾰράσσω]
torn to pieces, Eur.