κηροπλάστης: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kiroplastis | |Transliteration C=kiroplastis | ||
|Beta Code=khropla/sths | |Beta Code=khropla/sths | ||
|Definition= | |Definition=κηροπλάστου, ὁ, modeller in wax: modeller, Pl.''Ti.''74c, Ptol.''Tetr.''180. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1433.png Seite 1433]] ὁ, der Wachsbildner, Wachsbossirer; Plat. Tim. 47 c; Plut. de superst. 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1433.png Seite 1433]] ὁ, der Wachsbildner, Wachsbossirer; Plat. Tim. 47 c; Plut. de superst. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />modeleur en cire ; qui forme <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], [[πλάσσω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κηροπλάστης -ου, ὁ [[[κηρός]], [[πλάσσω]]] boetseerder (in was). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κηροπλάστης:''' ου ὁ [[лепящий из воска]], [[ваятель]] Plat., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηροπλάστης''': -ου, ὁ, ὁ πλάσσων ἐκ κηροῦ ὁμοιώματα θεῶν ἢ ἀνθρώπων κλ., Πλάτ. Τίμ. 74C. | |lstext='''κηροπλάστης''': -ου, ὁ, ὁ πλάσσων ἐκ κηροῦ ὁμοιώματα θεῶν ἢ ἀνθρώπων κλ., Πλάτ. Τίμ. 74C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κηροπλάστης]])<br />αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από [[κερί]] («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη | |mltxt=ο (Α [[κηροπλάστης]])<br />αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από [[κερί]] («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῦσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά<br /><b>2.</b> <b>(εντομ.)</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας coccidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[μυθοπλάστης]], [[τριχοπλάστης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
κηροπλάστου, ὁ, modeller in wax: modeller, Pl.Ti.74c, Ptol.Tetr.180.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, der Wachsbildner, Wachsbossirer; Plat. Tim. 47 c; Plut. de superst. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
modeleur en cire ; qui forme en gén.
Étymologie: κηρός, πλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηροπλάστης -ου, ὁ [κηρός, πλάσσω] boetseerder (in was).
Russian (Dvoretsky)
κηροπλάστης: ου ὁ лепящий из воска, ваятель Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κηροπλάστης: -ου, ὁ, ὁ πλάσσων ἐκ κηροῦ ὁμοιώματα θεῶν ἢ ἀνθρώπων κλ., Πλάτ. Τίμ. 74C.
Greek Monolingual
ο (Α κηροπλάστης)
αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από κερί («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῦσι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά
2. (εντομ.) γένος εντόμων της οικογένειας coccidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. μυθοπλάστης, τριχοπλάστης.