κηροπλάστης: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kiroplastis
|Transliteration C=kiroplastis
|Beta Code=khropla/sths
|Beta Code=khropla/sths
|Definition=ου, ὁ, <b class="b2">modeller in wax: modeller</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>74c</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>180</span>.
|Definition=κηροπλάστου, ὁ, modeller in wax: modeller, Pl.''Ti.''74c, Ptol.''Tetr.''180.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />modeleur en cire ; qui forme <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], [[πλάσσω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />modeleur en cire ; qui forme <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], [[πλάσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κηροπλάστης -ου, ὁ &#91;[[κηρός]], [[πλάσσω]]] boetseerder (in was).
}}
{{elru
|elrutext='''κηροπλάστης:''' ου ὁ [[лепящий из воска]], [[ваятель]] Plat., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κηροπλάστης]])<br />αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από [[κερί]] («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῦσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά<br /><b>2.</b> <b>(εντομ.)</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας coccidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[μυθοπλάστης]], [[τριχοπλάστης]].
|mltxt=ο (Α [[κηροπλάστης]])<br />αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από [[κερί]] («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῦσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά<br /><b>2.</b> <b>(εντομ.)</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας coccidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[μυθοπλάστης]], [[τριχοπλάστης]].
}}
{{elru
|elrutext='''κηροπλάστης:''' ου ὁ лепящий из воска, ваятель Plat., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=κηροπλάστης -ου, ὁ [κηρός, πλάσσω] boetseerder (in was).
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροπλάστης Medium diacritics: κηροπλάστης Low diacritics: κηροπλάστης Capitals: ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kēroplástēs Transliteration B: kēroplastēs Transliteration C: kiroplastis Beta Code: khropla/sths

English (LSJ)

κηροπλάστου, ὁ, modeller in wax: modeller, Pl.Ti.74c, Ptol.Tetr.180.

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, der Wachsbildner, Wachsbossirer; Plat. Tim. 47 c; Plut. de superst. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
modeleur en cire ; qui forme en gén.
Étymologie: κηρός, πλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηροπλάστης -ου, ὁ [κηρός, πλάσσω] boetseerder (in was).

Russian (Dvoretsky)

κηροπλάστης: ου ὁ лепящий из воска, ваятель Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κηροπλάστης: -ου, ὁ, ὁ πλάσσων ἐκ κηροῦ ὁμοιώματα θεῶν ἢ ἀνθρώπων κλ., Πλάτ. Τίμ. 74C.

Greek Monolingual

ο (Α κηροπλάστης)
αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από κερί («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῦσι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά
2. (εντομ.) γένος εντόμων της οικογένειας coccidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. μυθοπλάστης, τριχοπλάστης.