ἀποχρήματος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apochrimatos
|Transliteration C=apochrimatos
|Beta Code=a)poxrh/matos
|Beta Code=a)poxrh/matos
|Definition=[[ζημία]] ἀποχρήματος = [[forfeiture]] [[of my inheritance]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>275</span>.
|Definition=[[ζημία]] ἀποχρήματος = [[forfeiture]] [[of my inheritance]], A.''Ch.''275.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχρήμᾰτος Medium diacritics: ἀποχρήματος Low diacritics: αποχρήματος Capitals: ΑΠΟΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: apochrḗmatos Transliteration B: apochrēmatos Transliteration C: apochrimatos Beta Code: a)poxrh/matos

English (LSJ)

ζημία ἀποχρήματος = forfeiture of my inheritance, A.Ch.275.

Spanish (DGE)

(ἀποχρήμᾰτος) -ον
consistente en dinero, pecuniario ζημία A.Ch.277.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ruineux.
Étymologie: ἀπό, χρῆμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχρήματος: разорительный, делающий нищим (ζημίαι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχρήματος: -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.

Greek Monolingual

ἀποχρήματος, -ον (Α)
φρ. «ἀποχρήματος ζημία» — αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία.

Greek Monotonic

ἀποχρήματος: -ον = ἀχρήματος· ζημία ἀποχρήματος, ποινή που δεν είναι χρηματική, ποινή που εκτίεται με αίμα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= ἀχρήματος
ζημία ἀποχρ. a penalty but not of money, Aesch.