ἀμεμψίμοιρος: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amempsimoiros | |Transliteration C=amempsimoiros | ||
|Beta Code=a)memyi/moiros | |Beta Code=a)memyi/moiros | ||
|Definition= | |Definition=ἀμεμψίμοιρον, [[not complaining of one's lot]], Telesp.56.2H., M.Ant.5.5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no se queja de su suerte]] Teles p.56.2<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la aceptación del propio destino]] M.Ant.5.5. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμεμψίμοιρος''': -ον, ὁ μὴ μεμψιμοιρῶν, ὁ μὴ παραπονούμενος διὰ τὴν τύχην του, Μάρκ. Ἀντων. 5. 5. | |lstext='''ἀμεμψίμοιρος''': -ον, ὁ μὴ μεμψιμοιρῶν, ὁ μὴ παραπονούμενος διὰ τὴν τύχην του, Μάρκ. Ἀντων. 5. 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμεμψίμοιρος]], -ον (Α) [[μεμψίμοιρος]]<br />αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη [[μοίρα]] του, δεν παραπονιέται για την [[τύχη]] του, [[γενναιόκαρδος]], [[καρτερικός]]. | |mltxt=[[ἀμεμψίμοιρος]], -ον (Α) [[μεμψίμοιρος]]<br />αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη [[μοίρα]] του, δεν παραπονιέται για την [[τύχη]] του, [[γενναιόκαρδος]], [[καρτερικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμεμψίμοιρον, not complaining of one's lot, Telesp.56.2H., M.Ant.5.5.
Spanish (DGE)
-ον
que no se queja de su suerte Teles p.56.2
•subst. τὸ ἀ. la aceptación del propio destino M.Ant.5.5.
German (Pape)
[Seite 122] nicht unzufrieden mit seinem Geschick, M. Ant. 5, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεμψίμοιρος: -ον, ὁ μὴ μεμψιμοιρῶν, ὁ μὴ παραπονούμενος διὰ τὴν τύχην του, Μάρκ. Ἀντων. 5. 5.
Greek Monolingual
ἀμεμψίμοιρος, -ον (Α) μεμψίμοιρος
αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη μοίρα του, δεν παραπονιέται για την τύχη του, γενναιόκαρδος, καρτερικός.