στραγγαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=straggalizo
|Transliteration C=straggalizo
|Beta Code=straggali/zw
|Beta Code=straggali/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strangle</b>, <span class="bibl">Str.6.1.8</span> (as v.l.), Plu.2.530d; τὸν τράχηλον <span class="bibl">Alciphr.3.49</span>.</span>
|Definition=[[strangle]], Str.6.1.8 (as v.l.), Plu.2.530d; τὸν τράχηλον Alciphr.3.49.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] erwürgen, stranguliren, τινά, Plut. de vit. pud. 4; τὸν τράχηλον, Alciphr. 3, 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] erwürgen, stranguliren, τινά, Plut. de vit. pud. 4; τὸν τράχηλον, Alciphr. 3, 49.
}}
{{bailly
|btext=étrangler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στραγγάλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''στραγγᾰλίζω:''' Plut. = [[στραγγαλάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στραγγᾰλίζω''': δι’ ἀγχόνης [[πνίγω]], [[ἀπαγχονίζω]], Λατιν. strangulare, Στράβ. 260, Πλούτ. 2. 530D· τὸν τράχηλον Ἀλκίφρων 3. 49.
|lstext='''στραγγᾰλίζω''': δι’ ἀγχόνης [[πνίγω]], [[ἀπαγχονίζω]], Λατιν. strangulare, Στράβ. 260, Πλούτ. 2. 530D· τὸν τράχηλον Ἀλκίφρων 3. 49.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=étrangler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στραγγάλη]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[στραγγουλίζω]] Ν [[στραγγάλη]] / [[στραγγούλα]]]<br /><b>1.</b> [[πνίγω]], [[θανατώνω]] κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με [[σχοινί]] ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον»)<br /><b>2.</b> [[απαγχονίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />1.<b>ναυτ.</b> [[συσφίγγω]] δύο [[σχοινιά]] χρησιμοποιώντας [[στραγγάλη]]<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]] χαλαρωμένη [[αλυσίδα]] άγκυρας με στραγγαλιστήρα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπνίγω]], [[καταπατώ]] (α. «[[στραγγαλίζω]] την [[αλήθεια]]» β. «στραγγαλίζουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''στραγγᾰλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[στράγξ]]), [[στραγγαλίζω]], [[απαγχονίζω]], [[πνίγω]], [[καρυδώνω]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στραγγᾰλίζω, fut. -σω [[στράγξ]]<br />to [[strangle]], Strab.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγᾰλίζω Medium diacritics: στραγγαλίζω Low diacritics: στραγγαλίζω Capitals: ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΖΩ
Transliteration A: strangalízō Transliteration B: strangalizō Transliteration C: straggalizo Beta Code: straggali/zw

English (LSJ)

strangle, Str.6.1.8 (as v.l.), Plu.2.530d; τὸν τράχηλον Alciphr.3.49.

German (Pape)

[Seite 950] erwürgen, stranguliren, τινά, Plut. de vit. pud. 4; τὸν τράχηλον, Alciphr. 3, 49.

French (Bailly abrégé)

étrangler, acc..
Étymologie: στραγγάλη.

Russian (Dvoretsky)

στραγγᾰλίζω: Plut. = στραγγαλάω.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγᾰλίζω: δι’ ἀγχόνης πνίγω, ἀπαγχονίζω, Λατιν. strangulare, Στράβ. 260, Πλούτ. 2. 530D· τὸν τράχηλον Ἀλκίφρων 3. 49.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν στραγγάλη / στραγγούλα]
1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον»)
2. απαγχονίζω
νεοελλ.
1.ναυτ. συσφίγγω δύο σχοινιά χρησιμοποιώντας στραγγάλη
2. συγκρατώ χαλαρωμένη αλυσίδα άγκυρας με στραγγαλιστήρα
3. μτφ. καταπνίγω, καταπατώ (α. «στραγγαλίζω την αλήθεια» β. «στραγγαλίζουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας»).

Greek Monotonic

στραγγᾰλίζω: μέλ. -σω (στράγξ), στραγγαλίζω, απαγχονίζω, πνίγω, καρυδώνω, σε Στράβ.

Middle Liddell

στραγγᾰλίζω, fut. -σω στράγξ
to strangle, Strab.