πυρίχρως: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(35)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrichros
|Transliteration C=pyrichros
|Beta Code=puri/xrws
|Beta Code=puri/xrws
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fire-coloured</b>, ὄψις Alcid. ap. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span> 1406a2</span>.</span>
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, [[fire-coloured]], [[ὄψις]] Alcid. ap. Arist.''Rh.'' 1406a2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0823.png Seite 823]] ὁ, ἡ, feuerfarbig, Arist. rhet. 3, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0823.png Seite 823]] ὁ, ἡ, feuerfarbig, Arist. rhet. 3, 3.
}}
{{bailly
|btext=ωτος ; <i>acc.</i> ων (ὁ, ἡ)<br />[[qui a la couleur du feu]].<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[χρώς]].
}}
{{elru
|elrutext='''πῠρίχρως:''' ωτος adj. огненно-красный: π. τὴν ὄψιν [[Alcidamas]] ap. Arst. багроволикий.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρίχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] πύρινον, Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 1.
|lstext='''πῠρίχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] πύρινον, Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 1.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ωτος ; <i>acc.</i> ων (, ἡ)<br />qui a la couleur du feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[χρώς]].
|mltxt=-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και [[πυρόχρως]], πύρωχρων, Μ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, [[πυρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- / <i>πυρο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[μολυβδόχρως]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῠρίχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, δηλ. πύρινο [[χρώμα]], σε Αλκιδάμ. [[παρά]] Αριστ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και [[πυρόχρως]], πύρωχρων, Μ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, [[πυρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- / <i>πυρο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μολυβδό</i>-<i>χρως</i>].
|mdlsjtxt=πῠρί-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[fire]]-coloured, Alcidam. ap. Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίχρως Medium diacritics: πυρίχρως Low diacritics: πυρίχρως Capitals: ΠΥΡΙΧΡΩΣ
Transliteration A: pyríchrōs Transliteration B: pyrichrōs Transliteration C: pyrichros Beta Code: puri/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, fire-coloured, ὄψις Alcid. ap. Arist.Rh. 1406a2.

German (Pape)

[Seite 823] ὁ, ἡ, feuerfarbig, Arist. rhet. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

ωτος ; acc. ων (ὁ, ἡ)
qui a la couleur du feu.
Étymologie: πῦρ, χρώς.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίχρως: ωτος adj. огненно-красный: π. τὴν ὄψιν Alcidamas ap. Arst. багроволикий.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρῶμα πύρινον, Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 1.

Greek Monolingual

-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και πυρόχρως, πύρωχρων, Μ
αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, πυρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδόχρως].

Greek Monotonic

πῠρίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, δηλ. πύρινο χρώμα, σε Αλκιδάμ. παρά Αριστ.

Middle Liddell

πῠρί-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,
fire-coloured, Alcidam. ap. Arist.