φερέκακος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ferekakos
|Transliteration C=ferekakos
|Beta Code=fere/kakos
|Beta Code=fere/kakos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inured to toil</b> or <b class="b2">hardship</b>, <span class="bibl">Plb.3.71.10</span>, <span class="bibl">3.79.5</span>.</span>
|Definition=φερέκακον, [[inured to toil]] or [[hardship]], Plb.3.71.10, 3.79.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1261.png Seite 1261]] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. [[καρτερικός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1261.png Seite 1261]] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. [[καρτερικός]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui supporte la fatigue <i>ou</i> la misère.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[κακόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''φερέκᾰκος:''' [[твердо выносящий трудности]], [[выносливый]], [[стойкий]] (οἱ Νομαδικοὶ ἱππεῖς Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φερέκᾰκος''': -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, [[φερέπονος]], [[καρτερικός]], τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους [[διαφερόντως]]... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.
|lstext='''φερέκᾰκος''': -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, [[φερέπονος]], [[καρτερικός]], τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους [[διαφερόντως]]... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui supporte la fatigue <i>ou</i> la misère.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[κακόν]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, [[καρτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κακος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλεξί</i>-<i>κακος</i>, <i>λυσί</i>-<i>κακος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, [[καρτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κακος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), [[πρβλ]]. [[ἀλεξίκακος]], [[λυσίκακος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φερέκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), αυτός που αντέχει να μοχθεί ή υποφέρει τις κακουχίες, σε Πολύβ.
|lsmtext='''φερέκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), αυτός που αντέχει να μοχθεί ή υποφέρει τις κακουχίες, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''φερέκᾰκος:''' твердо выносящий трудности, выносливый, стойкий (οἱ Νομαδικοὶ ἱππεῖς Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φερέ-κᾰκος, ον, [[κακόν]]<br />inured to [[toil]] or [[hardship]], Polyb.
|mdlsjtxt=φερέ-κᾰκος, ον, [[κακόν]]<br />inured to [[toil]] or [[hardship]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέκᾰκος Medium diacritics: φερέκακος Low diacritics: φερέκακος Capitals: ΦΕΡΕΚΑΚΟΣ
Transliteration A: pherékakos Transliteration B: pherekakos Transliteration C: ferekakos Beta Code: fere/kakos

English (LSJ)

φερέκακον, inured to toil or hardship, Plb.3.71.10, 3.79.5.

German (Pape)

[Seite 1261] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. καρτερικός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui supporte la fatigue ou la misère.
Étymologie: φέρω, κακόν.

Russian (Dvoretsky)

φερέκᾰκος: твердо выносящий трудности, выносливый, стойкий (οἱ Νομαδικοὶ ἱππεῖς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

φερέκᾰκος: -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, φερέπονος, καρτερικός, τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους διαφερόντως... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -κακος (< κακός), πρβλ. ἀλεξίκακος, λυσίκακος].

Greek Monotonic

φερέκᾰκος: -ον (κακόν), αυτός που αντέχει να μοχθεί ή υποφέρει τις κακουχίες, σε Πολύβ.

Middle Liddell

φερέ-κᾰκος, ον, κακόν
inured to toil or hardship, Polyb.