πολύβοσκος: Difference between revisions

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyvoskos
|Transliteration C=polyvoskos
|Beta Code=polu/boskos
|Beta Code=polu/boskos
|Definition=ον, ([[βόσκω]]) [[much-nourishing]], γαῖα <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>7.63</span>.
|Definition=πολύβοσκον, ([[βόσκω]]) [[much-nourishing]], γαῖα Pi.''O.''7.63.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui nourrit beaucoup d'êtres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βόσκω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui nourrit beaucoup d'êtres]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βόσκω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύβοσκος -ον [πολύς, βόσκω] [[velen voedend]].
|elnltext=πολύβοσκος -ον &#91;[[πολύς]], [[βόσκω]]] [[velen voedend]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει πολλή [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[βοσκή]] σε πολλούς<br /><b>3.</b> αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («[[πολύβοσκος]] [[γαῖα]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοσκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοσκός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κραιπαλό</i>-<i>βοσκος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει πολλή [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[βοσκή]] σε πολλούς<br /><b>3.</b> αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («[[πολύβοσκος]] [[γαῖα]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοσκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοσκός]]), [[πρβλ]]. [[κραιπαλόβοσκος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βοσκος Medium diacritics: πολύβοσκος Low diacritics: πολύβοσκος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: polýboskos Transliteration B: polyboskos Transliteration C: polyvoskos Beta Code: polu/boskos

English (LSJ)

πολύβοσκον, (βόσκω) much-nourishing, γαῖα Pi.O.7.63.

German (Pape)

[Seite 660] viel weidend, nährend, γαῖα Pind. Ol. 7, 63.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit beaucoup d'êtres.
Étymologie: πολύς, βόσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύβοσκος -ον [πολύς, βόσκω] velen voedend.

Russian (Dvoretsky)

πολύβοσκος: питающий многих (γαῖα Pind.).

English (Slater)

πολῠβοσκος, -ον productive πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις (O. 7.63)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που παρέχει πολλή βοσκή
2. αυτός που παρέχει βοσκή σε πολλούς
3. αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («πολύβοσκος γαῖα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βοσκος (< βοσκός), πρβλ. κραιπαλόβοσκος].

Greek Monotonic

πολύβοσκος: -ον (βόσκω), αυτός που προσφέρει άφθονη βοσκή, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβοσκος: -ον, (βόσκω) ὁ πολλὴν βοσκὴν παρέχων, πολλοὺς τρέφων, γαῖα Πινδ. Ο. 7. 114.

Middle Liddell

πολύ-βοσκος, ον, βόσκω
much-nourishing, Pind.