πολύβοσκος: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyvoskos | |Transliteration C=polyvoskos | ||
|Beta Code=polu/boskos | |Beta Code=polu/boskos | ||
|Definition= | |Definition=πολύβοσκον, ([[βόσκω]]) [[much-nourishing]], γαῖα Pi.''O.''7.63. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύβοσκον, (βόσκω) much-nourishing, γαῖα Pi.O.7.63.
German (Pape)
[Seite 660] viel weidend, nährend, γαῖα Pind. Ol. 7, 63.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit beaucoup d'êtres.
Étymologie: πολύς, βόσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύβοσκος -ον [πολύς, βόσκω] velen voedend.
Russian (Dvoretsky)
πολύβοσκος: питающий многих (γαῖα Pind.).
English (Slater)
πολῠβοσκος, -ον productive πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις (O. 7.63)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που παρέχει πολλή βοσκή
2. αυτός που παρέχει βοσκή σε πολλούς
3. αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («πολύβοσκος γαῖα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βοσκος (< βοσκός), πρβλ. κραιπαλόβοσκος].
Greek Monotonic
πολύβοσκος: -ον (βόσκω), αυτός που προσφέρει άφθονη βοσκή, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβοσκος: -ον, (βόσκω) ὁ πολλὴν βοσκὴν παρέχων, πολλοὺς τρέφων, γαῖα Πινδ. Ο. 7. 114.
Middle Liddell
πολύ-βοσκος, ον, βόσκω
much-nourishing, Pind.