συνδιάκτορος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syndiaktoros
|Transliteration C=syndiaktoros
|Beta Code=sundia/ktoros
|Beta Code=sundia/ktoros
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fellow</b>-<b class="b3">διάκτορος</b>, of Hermes, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cont.</span>1</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[fellow]]-[[διάκτορος]], of [[Hermes]], Luc.''Cont.''1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] ὁ, der mit überfährt, Luc. Cont. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] ὁ, der mit überfährt, Luc. Cont. 1.
}}
{{ls
|lstext='''συνδιάκτορος''': ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς [[διάκτορος]], ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui conduit <i>ou</i> transporte avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[συνδιάγω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui conduit <i>ou</i> transporte avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[συνδιάγω]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα [[κατά]] τη [[μεταφορά]] τών [[νεκρών]] στον Άδη) αυτός που [[είναι]] [[ψυχοπομπός]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διάκτορος]] «[[ψυχοπομπός]], [[διάκονος]], [[υπηρέτης]]»].
|elnltext=συνδιάκτορος -ου, ὁ, Att. ξυνδιάκτορος, mede-overzetter (van de gestorvenen).
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιάκτορος:''' ὁ [[спутник проводника]] (в царство теней), т. е. спутник Гермеса, помогающий провожать ([[σύμπλους]] καὶ ξ. Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 28:
|lsmtext='''συνδιάκτορος:''' ὁ, από κοινού [[διάκτορος]] ([[αγγελιοφόρος]]), δηλ. [[σύντροφος]] του Ερμή, [[καθώς]] το επίθ. [[διάκτορος]] αποδιδόταν από τον Όμηρ. στον Ερμή, [[ψυχοπομπός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συνδιάκτορος:''' ὁ, από κοινού [[διάκτορος]] ([[αγγελιοφόρος]]), δηλ. [[σύντροφος]] του Ερμή, [[καθώς]] το επίθ. [[διάκτορος]] αποδιδόταν από τον Όμηρ. στον Ερμή, [[ψυχοπομπός]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδιάκτορος:''' ὁ спутник проводника (в царство теней), т. е. спутник Гермеса, помогающий провожать ([[σύμπλους]] καὶ ξ. Luc.).
|lstext='''συνδιάκτορος''': ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς [[διάκτορος]], ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 1.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=συνδιάκτορος -ου, ὁ, Att. ξυνδιάκτορος, mede-overzetter (van de gestorvenen).
|mdlsjtxt=[[συνδιάκτορος]], ὁ,<br />a [[fellow]] -[[διάκτορος]], i. e. a [[mate]] of [[Hermes]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐάκτορος Medium diacritics: συνδιάκτορος Low diacritics: συνδιάκτορος Capitals: ΣΥΝΔΙΑΚΤΟΡΟΣ
Transliteration A: syndiáktoros Transliteration B: syndiaktoros Transliteration C: syndiaktoros Beta Code: sundia/ktoros

English (LSJ)

ὁ, fellow-διάκτορος, of Hermes, Luc.Cont.1.

German (Pape)

[Seite 1007] ὁ, der mit überfährt, Luc. Cont. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui conduit ou transporte avec un autre.
Étymologie: συνδιάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδιάκτορος -ου, ὁ, Att. ξυνδιάκτορος, mede-overzetter (van de gestorvenen).

Russian (Dvoretsky)

συνδιάκτορος:спутник проводника (в царство теней), т. е. спутник Гермеса, помогающий провожать (σύμπλους καὶ ξ. Luc.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα κατά τη μεταφορά τών νεκρών στον Άδη) αυτός που είναι ψυχοπομπός μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διάκτορος «ψυχοπομπός, διάκονος, υπηρέτης»].

Greek Monotonic

συνδιάκτορος: ὁ, από κοινού διάκτορος (αγγελιοφόρος), δηλ. σύντροφος του Ερμή, καθώς το επίθ. διάκτορος αποδιδόταν από τον Όμηρ. στον Ερμή, ψυχοπομπός, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιάκτορος: ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς διάκτορος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 1.

Middle Liddell

συνδιάκτορος, ὁ,
a fellow -διάκτορος, i. e. a mate of Hermes, Luc.