καινοπήμων: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainopimon
|Transliteration C=kainopimon
|Beta Code=kainoph/mwn
|Beta Code=kainoph/mwn
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[new to misery]], [[δμωἴδες]] ib. <span class="bibl">363</span> (lyr.).</span>
|Definition=-ονος, ὁ, ἡ, [[new to misery]], [[δμωἴδες]] ib. 363 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1294.png Seite 1294]] δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1294.png Seite 1294]] δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καινοπήμων''': -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363.
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui éprouve une douleur nouvelle]], [[inconnue]].<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πῆμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=καινοπήμων -ον &#91;[[καινός]], [[πῆμα]]] [[die nieuw leed ondergaat]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πῆμα]].
|elrutext='''καινοπήμων:''' 2, gen. ονος впервые переживающий страдания, испытывающий небывалое горе (δμωϊδες Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοπήμων]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έπαθε [[κάτι]] νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]], «[[δυστυχία]], [[συμφορά]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδικο</i>-[[πήμων]], <i>βαρυ</i>-[[πήμων]].
|mltxt=[[καινοπήμων]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έπαθε [[κάτι]] νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]], «[[δυστυχία]], [[συμφορά]]»), [[πρβλ]]. [[αδικοπήμων]], [[βαρυπήμων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καινοπήμων:''' -ον ([[πῆμα]]), [[καινούριος]] στα βάσανα, [[νέος]] στη [[δυστυχία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καινοπήμων:''' -ον ([[πῆμα]]), [[καινούριος]] στα βάσανα, [[νέος]] στη [[δυστυχία]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καινοπήμων:''' 2, gen. ονος впервые переживающий страдания, испытывающий небывалое горе (δμωϊδες Aesch.).
|lstext='''καινοπήμων''': -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363.
}}
{{elnl
|elnltext=καινοπήμων -ον [καινός, πῆμα] die nieuw leed ondergaat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πῆμα]]<br />new to [[misery]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[πῆμα]]<br />new to [[misery]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπήμων Medium diacritics: καινοπήμων Low diacritics: καινοπήμων Capitals: ΚΑΙΝΟΠΗΜΩΝ
Transliteration A: kainopḗmōn Transliteration B: kainopēmōn Transliteration C: kainopimon Beta Code: kainoph/mwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, new to misery, δμωἴδες ib. 363 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1294] δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.
Étymologie: καινός, πῆμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινοπήμων -ον [καινός, πῆμα] die nieuw leed ondergaat.

Russian (Dvoretsky)

καινοπήμων: 2, gen. ονος впервые переживающий страдания, испытывающий небывалое горе (δμωϊδες Aesch.).

Greek Monolingual

καινοπήμων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικοπήμων, βαρυπήμων.

Greek Monotonic

καινοπήμων: -ον (πῆμα), καινούριος στα βάσανα, νέος στη δυστυχία, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπήμων: -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363.

Middle Liddell

πῆμα
new to misery, Aesch.