μακροπώγων: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makropogon
|Transliteration C=makropogon
|Beta Code=makropw/gwn
|Beta Code=makropw/gwn
|Definition=ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[long-bearded]], name of a tribe, <span class="bibl">Str.11.2.1</span>.</span>
|Definition=ωνος, ὁ, ἡ, [[long-bearded]], name of a tribe, Str.11.2.1.
}}
{{bailly
|btext=ωνος;<br /><i>adj. m.</i><br />[[à la longue barbe]].<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[πώγων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροπώγων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὸν πώγωνα, Στράβ. 492.
|lstext='''μακροπώγων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὸν πώγωνα, Στράβ. 492.
}}
{{bailly
|btext=ωνος;<br /><i>adj. m.</i><br />à la longue barbe.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[πώγων]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μακροπώγων]],-ωνος)<br />αυτός που έχει [[μακριά]] [[γενειάδα]], [[μακρογένης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>oἱ Μακροπώγωνες</i><br />[[ονομασία]] αρχαίας φυλής («[[μετὰ]] δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθυ</i>-[[πώγων]], <i>τραγο</i>-[[πώγων]])].
|mltxt=ο (Α [[μακροπώγων]],-ωνος)<br />αυτός που έχει [[μακριά]] [[γενειάδα]], [[μακρογένης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>oἱ Μακροπώγωνες</i><br />[[ονομασία]] αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. [[βαθυπώγων]], [[τραγοπώγων]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μακρο-[[πώγων]], ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[long]]-[[bearded]], Strab.
|mdlsjtxt=μακρο-[[πώγων]], ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[long]]-[[bearded]], Strab.
}}
{{pape
|ptext=ωνος, <i>[[langbärtig]]</i>, Poll. 4.143.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροπώγων Medium diacritics: μακροπώγων Low diacritics: μακροπώγων Capitals: ΜΑΚΡΟΠΩΓΩΝ
Transliteration A: makropṓgōn Transliteration B: makropōgōn Transliteration C: makropogon Beta Code: makropw/gwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ, long-bearded, name of a tribe, Str.11.2.1.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
adj. m.
à la longue barbe.
Étymologie: μακρός, πώγων.

Greek (Liddell-Scott)

μακροπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὸν πώγωνα, Στράβ. 492.

Greek Monolingual

ο (Α μακροπώγων,-ωνος)
αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες
ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. βαθυπώγων, τραγοπώγων)].

Greek Monotonic

μακροπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακρύ μούσι, σε Στράβ.

Middle Liddell

μακρο-πώγων, ωνος, ὁ, ἡ,
long-bearded, Strab.

German (Pape)

ωνος, langbärtig, Poll. 4.143.