ὁμόθρονος: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omothronos | |Transliteration C=omothronos | ||
|Beta Code=o(mo/qronos | |Beta Code=o(mo/qronos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ὁμόθρονον, [[sharing the same throne]], Ἥρα Pi.''N.''11.2. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui partage un trône]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[θάμνος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμόθρονος:''' [[восседающий на том же троне]], [[разделяющий престол]] (Зевса) (Ἣρα Pind.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁμόθρονος''': -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― μετὰ δοτ., ἔστι θεὸς ὁ [[λόγος]] ἰσοκλεὴς καὶ [[ὁμόθρονος]] τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ὁμόθρονος]], -ον</b> [[sharing]] the [[throne]] [[Ἑστία]], Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.2) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόθρονος]], -ον)<br />αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]] ([[πρβλ]]. [[χρυσόθρονος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμόθρονος:''' -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο, σε Πίνδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὁμό-θρονος, ον,<br />[[sharing]] the [[same]] [[throne]], Pind. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁμόθρονον, sharing the same throne, Ἥρα Pi.N.11.2.
German (Pape)
[Seite 334] mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui partage un trône.
Étymologie: ὁμός, θάμνος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόθρονος: восседающий на том же троне, разделяющий престол (Зевса) (Ἣρα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθρονος: -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― μετὰ δοτ., ἔστι θεὸς ὁ λόγος ἰσοκλεὴς καὶ ὁμόθρονος τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C.
English (Slater)
ὁμόθρονος, -ον sharing the throne Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.2)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόθρονος, -ον)
αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρόνος (πρβλ. χρυσόθρονος)].
Greek Monotonic
ὁμόθρονος: -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο, σε Πίνδ.